-
41 δια-φθείρω
δια-φθείρω; ep. fut. διαφϑέρσει Il. 13, 625; perf. διέφϑαρκα Eur. Med. 226 Plat. Apol. 33 c u. A.; nach Moeris schlechter als διέφϑορα, welches Il. 15, 128 intrans. ist, = verloren sein, μαινόμενε, φρένας ἠλέ, διέφϑορας, vgl. Scholl. Nicanor.; vgl. Luc. Nigr. 15 u. s. Lob. Phryn. 160 f; – 1) zu Grunde richten, vernichten; πόλιν, Hom. Iliad. 13, 625; σῦς διαφϑείρεσκε τὰ ἔργα, den Acker verwüsten, Her. 1, 36; tödten, 9, 88; διαφϑαρέονται, sie werden umkommen, 9, 42; λιμῷ ἡ στρατιὴ διαφϑαρέεται 8, 108; νῆες διεφϑάρησαν 1, 166; διεφϑαρέατο, = διεφϑαρμένοι ἦσαν, 8, 90; στρατὸς διέφϑαρται Aesch. Pers. 702; Ggstz von φύω Soph. O. R. 438; ἐλπίδας El. 298; διέφϑαρμαι δέμας τὸ πᾶν Trach. 1045, u. öfter. So Thuc. u. a. Prosaiker; διεφϑαρμένος, verfault, verwes't, Plat. Rep. X, 614 b; – dah. = abortiren, Hippocr.; Is. 8, 36. – 2) verschlimmern, im Ggstz von βέλτιον ποιεῖν, Plat. Apol. 24 d; von körperlichen Zuständen, τὴν ἀκοὴν διεφϑαρμένος, taub, Her. 1, 38. vgl. διεφϑαρμένος τὰ ὄμματα Plat. Rep. VII, 517 a; διέφϑαρτο, er war verkrüppelt, Her. 1, 34; οὐδὲν τρέσας, οὐδὲ διαφϑείρας οὔτε τοῠ χρώματος οὔτε τοῦ προσώπου, ohne sich zu entfärben od. die Miene zu verziehen, Plat. Phaed. 117 b; τοὺς ὀφϑαλμούς Xen. An. 4, 5, 12; seltner τῷ σώματι, Luc. D. D. 13, 2; – γυναῖκα δ., neben μοιχεύω, Lys. 13, 66; τὴν κόρην διεφϑορώς Men. Adelph. fr. 6; τὸν νεανίσκον συνὼν διέφϑορεν Eupol. fr. inc. 51; – auch vom Geist; τὴν γνώμην Aesch. Ag. 1239; τὴν φρόνησιν διαφϑαρέντες neben ὑπερήφανοι γενόμενοι Isocr. 12, 196; λύ πῃ σὰς διέφϑαρσαι φρένας Eur. Hel. 1208, wie wir: den Verstand nehmen, schwächen; so ὁ νοῠς ὑπ οἴνου Isocr. 1, 32; τὸ διαφϑαρὲν φρενῶν, = φρενοβλάβεια, Eur. Or. 297. – Die Gesinnung verderben, verführen, Her. 5, 51; τοὺς νέους Plat. Euthyphr. 2 c u. öfter; bes. = bestechen, καὶ ὠνεῖ σϑαί τινα Dem. 9, 45, wie διεφϑαρμένος κο ὶ πεπρακὼς ἑαυτόν 19, 13; νομ ῇ χρημάτων τὸν δῆμον Aesch. 2, 76; ἀργυρίῳ Arist. pol. 2. 6, 14; u. ohne Zusatz, Her. 5, 51. – Auch von Sachen, τὸ γραμματεῖον, verfälschen, Isocr. 17, 23; wie νόμους 18, 11.
-
42 νομο-θεσία
νομο-θεσία, ἡ, das Gesetzgeben, die Gesetzgebung; ἡ κατοίκισις καὶ ἡ νομ., Plat. Legg. III, 684 e; καὶ πόλεων οἰκισμοί, IV, 708 d, u. öfter im plur., und Folgde, wie Arist. eth. 6, 8; ἡ ν. Λυκούργου, Pol. 4, 81, 12; collectiv, die Gesetze, wie Lys. 30, 35.
-
43 νομο-θετικός
νομο-θετικός, ή, όν, das Gesetzgeben betreffend; ἡ νομοϑετική, die Gesetzgebekunst, Plat. Polit. 294 a Gorg. 250 a; ὁ νομ., der sich auf die Gesetzgebung versteht, Legg. II, 657 a, wie Arist. eth. 10, 9; Sp., auch im adv.
-
44 ἐν-τείνω
ἐν-τείνω (s. τείνω), 11 hineinspannen; δίφρος ἱμᾶσιν ἐντέταται, ist in Riemen eingespannt, hing in, Riemen, Il. 5, 728; κυνέη ἔντοσϑεν ἱμᾶσιν ἐντέτατο στερεῶς, der Helm war von innen mit Riemen dicht überspannt, 10, 263; κλίνη οὐκ ἐντεταμένη, mit Gurten überspannt, ἀλλὰ στρώμασι ποικίλοις κεκοσμημένη, Polyaen. 7, 13, 1; vgl. ϑρόνον ἐνέτεινε, überspannte den Sessel, Her. 5, 25. Uebertr., εἰς τὰ κιϑαρίσματα ἐντ. Plat. Prot. 326 b; ohne Zusatz, ἐντείνας τοὺς τοῠ Αἰσώπου λόγους Phaed. 60 d, d. i. in Verse bringen, wie εἰς ἐλεγεῖον Hipparch. 228 d; νόμ ους εἰς ἔπ ος Plut. Sol. 3; ᾠδαῖς ἢ κρούμασιν ὀργάνων ἐντ. μέλος D. Hal. de adm. vi Dem. 48; – χωρίον εἰς τὸν κύκλον ἐνταϑῆναι, darin eingeschlossen werden, Plat. Men. 87 a. – 2) anspannen; τόξον, den Bogen spannen, Aesch. frg. 73; Plat. Erast. 135 a; τόξα ἐντεταμένα Her. 2, 173; med., seinen Bogen spannen, Eur. I. A. 549 Xen. Cyr. 4, 1, 3; von Brücken, τὰς σχεδίας οὐχ εὗρον ἔτι ἐντεταμένας Her. 8, 117; γεφύρας 9, 106, noch aufgeschlagen; τὴν ἁρμονίαν Ar. Nubb. 968, sie gehörig temperiren; vgl. ὥσπερ ἐντεταμένου τοῠ σώματος ἡμῶν ὑπὸ ϑερμοῠ καὶ ψυχροῠ Plat. Phaed. 86 b; – φωνὴν ἐντεινάμενος, anstrengen, sie erheben, Aesch. 2, 157; ohne den Zusatz, μᾶλλον ἐντεινάμενος εἶπον, mit mehr Nachdruck, heftiger, Plat. Rep. VII, 536 c; τὴν πολιορκίαν, die Belagerung nachdrücklich betreiben, Plut. Luc. 14; – ἐντεινόμενα, Ggstz ἀνιέμενα, Xen. Mem. 3, 10, 7; von den Gliedern, bes. vom männlichen Gliede, Arist. probl. 4, 22; D. Sic. 1, 88. 4, 6; πρόςωπον ἐντεταμένον, ein ernsthaftes Gesicht, Luc. vit. auct. 10. – Geistig, sich anstrengen, πρόϑυμοι καὶ ἐντεταμένοι εἰς τὸ ἔργον Xen. Oec. 21, 9; τῇ διανοίᾳ περί τι ἐντεταμένος Pol. 10, 3, 1; a. Sp.; ϑυμόν, erregen, Plut. am. et ad. discr. 29, wie ὀργήν coh. ira E. – 3) πληγὰς ἀλλήλοις ἐνέτειναν, sie versetzten sich Hiebe, Schläge, Xen. An. 2, 4, 11; D. Hal. 2, 9 u. öfter; auch ohne Zusatz, Plat. Minos 321 a; D. C. 57, 22; – ἵππον τῷ ἀγωγεῖ, das Pferd mit dem Leitseil vorwärts ziehen, Xen. Hipp. 8, 3. – 41 Intrans., πήδησις ἐντείνουσα, Ggstz κατασβεννυμένη, sich steigernd, Plut. S. N. V. 22 (p. 271); – anstreben, Eur. Or. 698.
-
45 νομαρχης
-
46 νομαρχια
-
47 τρόπος
τρόπος (-ος, -ῳ, -ον, -οις.)a way, manner, method κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν (i. e. of training) O. 8.63ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς N. 7.14
ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν fr. 7. acc. pro adv.,τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις I. 6.58
b fashion, musical styleΜοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον O. 3.4
ἀείδετοδὲ πὰν τέμενος τερπναῖσι θαλίαις τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77
Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελεταῖς τ' ἀείδων ἔμολον (ἐν post Ἀσώπιχον del. Schr.) O. 14.17 παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον (supp. Snell: [νόμ]ον G—H: τὴν ᾠδήν Σ.) Πα. 2. 1. ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν· Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.*cII pl., manners i. e. way of life.Μοῖσα δ' οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροισι P. 10.38
-
48 αμέλεια
[амэлиа] ουσ θ небрежность, нерадение, беззаботность, беспечность. (νομ) непредумышленность. -
49 αμνηστία
[амнистиа] ουσ θ (νομ) амнистиа. -
50 αναζήτηση
[аназитиси] ουσ θ поиски, (νομ) розыск, следствие. -
51 αναζητώ
[ аназито] ρ исследовать, (νομ) производить розыск, следствие. -
52 αναίρεση
[анэрэси] ουσ θ опровержение, (νομ) кассация. -
53 ανακρίνω
[анакрино] ρ расследовать, (νομ) вести следствие, допрашивать. -
54 ανάκριση
[анакриси] ουσ θ расследование, (νομ) следствие, допрос. -
55 ανακριτής
[анакритис] ουσ α (νομ) следователь. -
56 απολογία
[апологиа] ουσ θ (νομ) защита, оправдание. -
57 έφεση
[эфэси] ουσ θ (νομ) аппеляция. -
58 εφετείο
[эфэтио] ουσ ο (νομ) аппеляционный суд. -
59 р.
[кататэси] ουσ θ сбережение, откладывание денег, (νομ) показания свидетелей. -
60 погружать.
[кататэси] ουσ θ сбережение, откладывание денег, (νομ) показания свидетелей.
См. также в других словарях:
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek
καταλογισμός — (Νομ.). Η κρίση ότι ένα γεγονός το οποίο ενέχει στοιχεία αξιόποινου αδικήματος μπορεί να αποδοθεί σε ένα πρόσωπο, από την ενέργεια ή την παράλειψη του οποίου προήλθε. Γενικά, κάθε άνθρωπος που έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του… … Dictionary of Greek
νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… … Dictionary of Greek
αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε … Dictionary of Greek
αρραβώνας — (Νομ.).Είδος παρεπόμενης συμφωνίας που αποβλέπει να ενισχύσει και να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της κύριας ενοχικής σχέσης. Η συμφωνία αυτή καταρτίζεται με την παράδοση ενός αντικειμένου (χρηματικού ποσού ή πράγματος που ενέχει οικονομική αξία),… … Dictionary of Greek
εμφύτευση — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα του ρωμαιοβυζαντινού δικαίου, κατά το οποίο ο δικαιούχος (εμφυτευτής) είχε εξουσία επάνω στα προϊόντα ενός ακινήτου που ανήκε κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο, καθώς και εξουσία προστασίας του ακινήτου αντί του ιδιοκτήτη … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
κυριότητα — (Νομ.). Το εμπράγματο δικαίωμα με το οποίο εκφράζεται η πλήρης εξουσία ενός προσώπου πάνω σε ένα πράγμα. Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας (Α.Κ.) –αντίθετα με άλλους ευρωπαϊκούς– δε δίνει τον ορισμό της κ. Το ίδιο συμβαίνει και με το ρωμαϊκό δίκαιο, αν … Dictionary of Greek
μεσιτεία — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα άτομο δίνει εντολή σε ένα άλλο άτομο (μεσίτη) να μεσολαβήσει ή να υποδείξει ευκαιρία για τη σύναψη μιας άλλης σύμβασης (αγοραπωλησία, μίσθωση κλπ.), με την υπόσχεση να καταβάλει ορισμένη αμοιβή στην περίπτωση που… … Dictionary of Greek
νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek