Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

νομαρχῶν

См. также в других словарях:

  • νομαρχῶν — νομάρχης governor of a region masc gen pl νομαρχέω hold office of pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομάρχων — νόμαρχος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эниан, Георгиос — Георгиос Эниан …   Википедия

  • NOMUS — I. NOMUS Praefectura, sive conventus iuridicus apud Aegyptios. Aegyptum enim divisit Sesoosis, sive Sesostris in Nomos triginta sex, quorum 10. Thebaidi, 10. τῷ Delta, et reliqui 16. regionibus intermediis attributi. Singulis Nomis praefecti… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αστυνομία — Κρατική εξουσία που έχει ως έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την κατοχύρωσή τους από κάθε απειλή. Η συγκρότηση της κρατικής αυτής δύναμης αποτελεί εκδήλωση της ανάγκης των κοινωνικών ομάδων να προστατευτεί το κύρος των νόμων… …   Dictionary of Greek

  • εφετείο — Δικαστήριο δευτέρου βαθμού, το oποίο δικάζει την ορθότητα των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Απαρτίζεται από πέντε δικαστές, στους οποίους περιλαμβάνεται ο πρόεδρος και ο γραμματέας. Είναι αρμόδιο για τις αποφάσεις των πρωτοδικείων που… …   Dictionary of Greek

  • παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης-Νόβας, Θεμιστοκλής — (Ναύπακτος 1896 – Κέρκυρα 1961). Ποιητής και πεζογράφος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στη Γερμανία. Χρημάτισε νομάρχης στους νομούς Κερκύρας, Ζακύνθου, Λέσβου, Χίου, Αχαΐας, Θεσσαλονίκης, Μαγνησίας και Σάμου, όπως επίσης και …   Dictionary of Greek

  • διοικητικά συστήματα — Τα συστήματα οργάνωσης της κρατικής διοίκησης και κατ’ επέκταση της διοίκησης κάθε συλλογικού φορέα. Τα κύρια συστήματα διοικητικής οργάνωσης είναι δύο: το συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό. Στο συγκεντρωτικό σύστημα, η εξουσία ενός διοικητικού… …   Dictionary of Greek

  • κανονιστική εξουσία — Ειδική εξουσιοδότηση και αρμοδιότητα του αρχηγού του κράτους (με την ιδιότητά του ως αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας) να συμπληρώνει και να αναπτύσσει τους νόμους στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την εκτέλεσή τους. Κ.ε. μπορούν να έχουν… …   Dictionary of Greek

  • Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»