-
101 задаваться
задавать||ся1. (чем.-л.) βάζω στό μυαλό, βάζω στό νοῦ μου:\задаватьсяся целью βάζω (γιά) σκοπό μου· \задаватьсяся мыслью βάζω σκοπό·2. (важничать) разг ἀλαζονεύομαι, κάνω τόν καμπόσο, κορδώ-νομαι. -
102 задолжать
задолжатьсов χρεώνομαι, καταχρεώ-νομαι, εἶμαι πνιγμένος στά χρέη", \задолжать кому-л. что-л. δανείζομαι ἀπό κάποιον. -
103 закаляться
закалять||ся1. (о стали и т. ἡ.) ἀτσαλώ-νομαι·2. перен σκληραγωγούμαι. -
104 откупориваться
откупоривать||сяἐκπωματίζομαι, ξεστουπώ-νομαι. -
105 перемазаться
перемазать||сяκαταλερώ-νομαι, πασσαλείβομαι. -
106 помертветь
помертве||тьсов (от ужаса, горя и т· п.) παραλύω, μουδιάζω, ἀποναρκώ-νομαι, ὠχριῶ:я \помертветьл от страха μοῦ πάγωσε τό αίμα ἀπό τόν φόβο. -
107 постель
постел||ьж τό κρεββάτι, ἡ κλίνη, ἡ στρωμνή:лежать в \постельи (о больном) εἶμαι κλινήρης, εἶμαι κρεββατωμένος· слечь в \постель πέφτω στό κρεββάτι, κατακλι-νομαι· убрать \постель στρώνω τό κρεββάτι. -
108 ум
умм ὁ νοῦς, ἡ διάνοια, τό μυαλά/ ἡ εὐφυΐα, ἡ ἐξυπνάδα (сообразительность):глубокий \ум ἡ βαθύνοια· острый \ум ὁ ὁξύς νοῦς, ἡ ὀξύνοια· проницательный \ум ὁ διεισδυτικός νοῦς· светлый \ум ἡ φωτεινή διάνοια· живой \ум τό ζωντανό μυαλό· склад \ума ἡ νοοτροπία· человек большого \ума ὁ μεγάλος νοῦς, ἀνθρωπος μέ μεγάλη διάνοια· лу́чшие \умы человечества οἱ μεγαλύτερες διάνοιες τής ἀνθρωπότητας· ◊ взяться за \ум разг συνετίζομαι, συνέρχομαι, γίνομαι λογικός· \ум за разум заходит δέν ξέρω τϊ λεω· жить своим \умо́м ἔχω δική μου γνώμη· быть в здравом \уме́ и твердой памяти ἔχω σώας τάς φρένας· быть не в своем \уме разг δέν εἶμαι στά συγκαλά μου, τά ἔχω χαμένα· у него другое на \уме ἀλλο ἔχει στό μυαλά του· он себе на \уме́ разг αὐτός εἶναι τετραπέρατος· считать в \уме́ λογαριάζω μέ τό νοῦ μου· держать в \уме (не записывая) κρατώ στόν νοῦ· в \уме́ ли ты? εἰσαι στά καλά σου;· сойти с \ума τρελλαίνομαι· это не твоего́ \ума дело разг δέν εἶναι δική σου δουλιά αὐτό· прийти́ на \ум μοῦ ἔρχεται στό νοῦ νά· мне не пришло на \ум δέν μοῦ ἡλθε στό νοῦ· это у меня́ из \ума не идет разг δέν μοῦ βγαίνει ἀπό τό μυαλά· быть без \ума от... ξετρελλαί-νομαι μέ κάτι...· сводить с \ума (ξε)τρελ-λαίνω, ξεμυαλίζω· \ума не приложу́ δέν τό χωρεί ὁ νους μου, δέν μπορώ νά καταλάβω· (он) задним \умом крепок κάνει τόν ἔξυπνο κατόπιν ἐορτής· учить \уму́-ра́зу-му βάζω μυαλά σέ κάποιον что у трезвого на \умέ, то у пья́ного на языке́ по-гов. ἀπό τρελλό καί ἀπό μεθυσμένο μαθαίνεις τήν ἀλήθεια· сколько голов, столько \умо́в погов. δσα μυαλά τόσες γνώμες. -
109 στρυμώ(χ)νω
(αόρ. (ε)στρύμωξα) 1. μετ.1) прижимать, припирать; стискивать, сдавливать; μας στρύμωξαν στον τοίχο нас прижали к стене; 2) теснить, стеснять; толкать; 3) перен. припирать к стене, ставить в безвыходное положение;2. αμετ., тж. στρυμώ(χ)νομαι — тесниться, жаться;
όλοι στρυμώχτηκαν μπροστά στην πόρτα все стеснились у двери;§ στρύμωξαν τα πράγματα положение осложнилось -
110 στρυμώ(χ)νω
(αόρ. (ε)στρύμωξα) 1. μετ.1) прижимать, припирать; стискивать, сдавливать; μας στρύμωξαν στον τοίχο нас прижали к стене; 2) теснить, стеснять; толкать; 3) перен. припирать к стене, ставить в безвыходное положение;2. αμετ., тж. στρυμώ(χ)νομαι — тесниться, жаться;
όλοι στρυμώχτηκαν μπροστά στην πόρτα все стеснились у двери;§ στρύμωξαν τα πράγματα положение осложнилось -
111 δύνομαι
δύ̱νομαι, δύω 2cause to sink: pres ind mp 1st sg -
112 εγκαταπίνομαι
-
113 ἐγκαταπίνομαι
-
114 νομαίαν
νομαίᾱν, νόμαιοςcustomary: fem acc sg (attic doric aeolic)νομαί̱ᾱν, νομαῖοςshepherd's: fem acc sg (attic doric aeolic) -
115 νομαίη
νόμαιοςcustomary: fem nom /voc sg (epic ionic)νομαί̱η, νομαῖοςshepherd's: fem nom /voc sg (epic ionic) -
116 νομαίης
νόμαιοςcustomary: fem gen sg (epic ionic)νομαί̱ης, νομαῖοςshepherd's: fem gen sg (epic ionic) -
117 νομαίοισι
νόμαιοςcustomary: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)νομαί̱οισι, νομαῖοςshepherd's: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
118 νομαίου
νόμαιοςcustomary: masc /neut gen sgνομαί̱ου, νομαῖοςshepherd's: masc /neut gen sg -
119 νομαίους
νόμαιοςcustomary: masc acc plνομαί̱ους, νομαῖοςshepherd's: masc acc pl -
120 νομαίω
См. также в других словарях:
νομαί — νομή pasturage fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιγί(γ)νομαι — Α [ἐπιγί(γ)νομαι] 1. γίνομαι, έρχομαι επί πλέον, προστίθεμαι («τῶν ἐνεόντων κακῶν καὶ τῶν προσεπιγιγνομένων», Ιπποκρ.) 2. γίνομαι κι εγώ διαφορετικός … Dictionary of Greek
καταισχύνομαι — καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour aor subj mid 1st sg (epic) καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour pres ind mp 1st sg καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour aor subj mid 1st sg (epic) καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξύνομαι — παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge aor subj mid 1st sg (epic) παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge pres ind mp 1st sg παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge aor subj mid 1st sg (epic) παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμύνομαι — ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another aor subj mp 1st sg (epic) ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another pres ind mp 1st sg ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another aor subj mid 1st sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελαύνομαι — ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away aor subj mid 1st sg (epic) ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away pres ind mp 1st sg ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away aor subj mid 1st sg (epic) ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευθύνομαι — ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight aor subj mid 1st sg (epic) ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight pres ind mp 1st sg ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight aor subj mid 1st sg (epic) ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλύνομαι — ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well aor subj mid 1st sg (epic) ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well pres ind mp 1st sg ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well aor subj mid 1st sg (epic) ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναβρύνομαι — ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on aor subj mp 1st sg (epic) ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on pres ind mp 1st sg ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on aor subj mid 1st sg (epic) ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελαύνομαι — ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out aor subj mid 1st sg (epic) ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out pres ind mp 1st sg ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out aor subj mid 1st sg (epic) ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαισχύνομαι — ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj mp 1st sg (epic) ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at pres ind mp 1st sg ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj mid 1st sg (epic) ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)