-
1 επιγί(γ)νομαι
(αόρ. επεγενόμην) уст.1) следовать за, наступать после; 2) рождаться после -
2 επιγί(γ)νομαι
(αόρ. επεγενόμην) уст.1) следовать за, наступать после; 2) рождаться после -
3 εξελασια
-
4 επιπαραγιγνομαι
(кому-л.) приходить на смену, быть преемникомὁ ἐπιπαραγινόμενος στρατηγός Polyb. — новый полководец
-
5 επιπαραγινομαι
(кому-л.) приходить на смену, быть преемникомὁ ἐπιπαραγινόμενος στρατηγός Polyb. — новый полководец
-
6 ευκομιδης
-
7 συνεπιγιγνομαι
-
8 συνεπιγινομαι
-
9 στρυμώ(χ)νω
(αόρ. (ε)στρύμωξα) 1. μετ.1) прижимать, припирать; стискивать, сдавливать; μας στρύμωξαν στον τοίχο нас прижали к стене; 2) теснить, стеснять; толкать; 3) перен. припирать к стене, ставить в безвыходное положение;2. αμετ., тж. στρυμώ(χ)νομαι — тесниться, жаться;
όλοι στρυμώχτηκαν μπροστά στην πόρτα все стеснились у двери;§ στρύμωξαν τα πράγματα положение осложнилось -
10 στρυμώ(χ)νω
(αόρ. (ε)στρύμωξα) 1. μετ.1) прижимать, припирать; стискивать, сдавливать; μας στρύμωξαν στον τοίχο нас прижали к стене; 2) теснить, стеснять; толкать; 3) перен. припирать к стене, ставить в безвыходное положение;2. αμετ., тж. στρυμώ(χ)νομαι — тесниться, жаться;
όλοι στρυμώχτηκαν μπροστά στην πόρτα все стеснились у двери;§ στρύμωξαν τα πράγματα положение осложнилось
См. также в других словарях:
νομαί — νομή pasturage fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιγί(γ)νομαι — Α [ἐπιγί(γ)νομαι] 1. γίνομαι, έρχομαι επί πλέον, προστίθεμαι («τῶν ἐνεόντων κακῶν καὶ τῶν προσεπιγιγνομένων», Ιπποκρ.) 2. γίνομαι κι εγώ διαφορετικός … Dictionary of Greek
καταισχύνομαι — καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour aor subj mid 1st sg (epic) καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour pres ind mp 1st sg καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour aor subj mid 1st sg (epic) καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξύνομαι — παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge aor subj mid 1st sg (epic) παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge pres ind mp 1st sg παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge aor subj mid 1st sg (epic) παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμύνομαι — ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another aor subj mp 1st sg (epic) ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another pres ind mp 1st sg ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another aor subj mid 1st sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελαύνομαι — ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away aor subj mid 1st sg (epic) ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away pres ind mp 1st sg ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away aor subj mid 1st sg (epic) ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευθύνομαι — ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight aor subj mid 1st sg (epic) ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight pres ind mp 1st sg ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight aor subj mid 1st sg (epic) ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλύνομαι — ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well aor subj mid 1st sg (epic) ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well pres ind mp 1st sg ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well aor subj mid 1st sg (epic) ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναβρύνομαι — ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on aor subj mp 1st sg (epic) ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on pres ind mp 1st sg ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on aor subj mid 1st sg (epic) ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελαύνομαι — ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out aor subj mid 1st sg (epic) ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out pres ind mp 1st sg ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out aor subj mid 1st sg (epic) ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαισχύνομαι — ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj mp 1st sg (epic) ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at pres ind mp 1st sg ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj mid 1st sg (epic) ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)