-
1 νομαρχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομαρχέω
-
2 νομάρχης
II esp. in Egypt, governor of aνομός 11.2
, Hdt.2.177, Arist.Oec. 1352a10, D.S.1.73, Arr.An.3.5.4; later, of a district financial officer, PRev.Laws37.3, al. (iii B.C.), Sammelb. 6314, al.(iii B.C.), PSI4.361.21 (iii B.C.), PTeb. 108Intr. (i B.C.), PSI8.901.11 (i A.D.), BGU 1605 (ii A.D.), etc.;ν. τοῦ Ἀρσινοΐτου PPetr.3p.205
(iii B.C.); of an official of the town of Antinoöpolis, POxy.1463.1 (iii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομάρχης
-
3 νομαρχία
νομαρχ-ία, ἡ,A province or district of a νομάρχης, PPetr.3p.78, al. (iii B.C.), prob. in D.S.19.85;ἡ τῆς ν. τράπεζα PTeb.350.4
(i A.D.); ὁ τῆς ν. λόγος Meyer Ostr.42 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομαρχία
-
4 νομαρχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομαρχικός
-
5 νόμαρχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόμαρχος
См. также в других словарях:
-ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… … Dictionary of Greek