-
1 νιφετός
νῐφ-ετός, ὁ,A falling snow, snowstorm,ὄμβρον.. ἠὲ χάλαζαν ἢ νιφετόν Il.10.7
;οὐ νιφετός, οὔτ' ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ' ὄμβρος Od. 4.566
, cf. Pi.Fr.107.11, Hdt.4.50, 8.98, Arist.Mete. 349a9, etc.: pl., OGI199.7 ([place name] Adule).2 rain, Nonn.D.6.267, 8.260.3 metaph.,ν. λημμάτων Lib.Or.57.48
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νιφετός
-
2 νείφει
Grammatical information: v.Meaning: `it snows' (Il.).Other forms: Aor. νεῖψαι, νειφθῆναι, fut. νείψει. Cf. νίφ-α f. acc. sg. `(falling) snow' (Hes. Op. 535).Compounds: Sometimes with prefix, e.g. κατα-. Compp., e.g. νιφ-ό-βολος `snow-covered' (Ar., E.), ἀγά-ννιφ-ος `with much snow' (A 420, Σ 186, Epich.; Sommer Nominalkomp. 64).Derivatives: 1. νιφ-άδες pl., also sg. νιφ-άς, - άδος f. `snow-flake, snowstorm' (Il., Pi., trag.), as adj. `rich in snow' (S.); 2. νιφ-ετός m. `falling snow, snowstorm' (Il., Arist.; Schwyzer 501, Fraenkel Nom. ag. 1, 51 n.1; to be rejected Porzig Satzinhalte 245) with νιφετ-ώδης `connected with snow-fall' (Arist., Plb.); -- 3. νιφ-όεις `snowy, rich in snow' (Il.; on the formation Debrunner Άντίδωρον 28 f.).Etymology: The high-grade thematic root-present νείφει (νῑφέμεν M 280 wrong for νειφ-; Wackernagel Unt. 75), from which the other Greek verbal forms come, agrees with Av. snaēža- (e.g. subj. snaēžāt̃), OHG OE snīwan, Lith. sniẽg-a, -ti, perh. also Lat. nivit (only Pacuv., prob. ī), IE * sneigʷʰ-( eti ` it snows'; beside it with zero grade, also thematic, OIr. snigid `it drops, rains' (on the meaning below). A nasal present is found in Lat. ninguit = Lith. sniñga (: νείφει like linquō: λείπω, s.v.). Further, in meaning deviating, the zero-grade Skt. yotpresent sníhyati `gets wet, sticky', metaph. `finds affection', with sneha- `stickyness, affection etc.', with a shift of meaning from the mild climate as in Celtic (s. above); comparable in Greek, e.g. Nonn. D. 22, 283 αἵματι νείφεις of sticky blood, Lyc. 876 ὀμβρία νιφάς of rain-shower. Diff. Benveniste Μνήμης χάριν 1, 35 ff.: orig. meaning of IE * sneigʷʰ- `clot (together)'; thus Gonda KZ 72, 228 ff. One traces of the meaning `snow' in Mind. (Prākr. siṇeha- `snow' etc.) Turner BSOAS 18, 449ff. and 19, 375; s. Mayrhofer A.I.O.N. 1, 235). The noun acc. νίφ-α (nom. νιφετός, νιφάς, χιών; cf. Schwyzer 584) is identical with Lat. nix, nivis; IE * snigʷʰ-s ( ἀγά-ννιφ-ος \< *- snigʷʰ-); with dental enlargement (cf. νιφετός, but not identical) OIr. snechte `snow'; here prob. also νίβα χιόνα H. as Illyrian, Krahe IF 58, 133. Besides the o-stem IE * snoigʷho-s in Germ., e.g. Goth. snaiws, NHG Schnee, Slav., e.g. OCS sněgъ a.o. -- More forms in WP. 2, 695, Pok. 974, W.-Hofmann s. ninguit etc.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νείφει
См. также в других словарях:
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek
υετός — ο / ὑετός, ΝΜΑ η βροχή νεοελλ. 1. (μετεωρ.) το σύνολο τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, εκτός τών νεφών 2. φρ. «ημέρα υετού» (μετεωρ.) ημέρα κατά την οποία παρατηρούνται ένα ή περισσότερα φαινόμενα υετού αρχ. (κυρίως) ραγδαία, ορμητική και… … Dictionary of Greek
συρφετός — ο, ΝΜΑ ασύντακτο πλήθος, χύδην όχλος μσν. αρχ. καθετί που σύρεται από τον άνεμο, όπως είναι ο σωρός φύλλων, τα άχυρα κ.ά. αρχ. 1. ένας από τον όχλο («τοιοῡτός τις, ὦ Ἱππία, οὐ κομψὸς ἀλλὰ συρφετός», Πλάτ.) 2. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με όχλο ή… … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
νιφετός — ο (Α νιφετός) χιόνι που πέφτει, πτώση χιονιού, χιονοθύελλα αρχ. 1. βροχή, υετός 2. μτφ. καθετί που πέφτει ραγδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει + επίθημα ετός (πρβλ. υετός)] … Dictionary of Greek