-
1 νιφοεις
-
2 νιφόεις
-
3 νιφόεις
νιφόειςsnowy: masc nom sg -
4 νιφόεις
-
5 νιφόεις
νιφόεις, εσσα, εν (σν.): snowy, snowclad, epith. of mountains.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > νιφόεις
-
6 νιφόεις
-
7 νιφόεις
A snowy, snowclad,Κρήτης ὄρεα νιφόεντα Od.19.338
;κατ' Οὐλύμπου ν. Il.18.616
;ν. Ὀλύμπου Hes.Th. 117
;ὤρανος ν. Alc.17
;ν. Αἴτνα Pi.P.1.20
; (lyr.); .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νιφόεις
-
8 νιφόεν
νιφόειςsnowy: masc voc sgνιφόειςsnowy: neut nom /voc sg -
9 νιφόεντα
νιφόειςsnowy: neut nom /voc /acc plνιφόειςsnowy: masc acc sg -
10 νιφόεντας
νιφόειςsnowy: masc acc pl -
11 νιφόεντι
νιφόειςsnowy: masc /neut dat sg -
12 νιφόεντος
νιφόειςsnowy: masc /neut gen sg -
13 νιφόεσσα
νιφόειςsnowy: fem nom /voc sg -
14 νιφόεσσαν
νιφόειςsnowy: fem acc sg -
15 νιφόεσσ'
νιφόεσσα, νιφόειςsnowy: fem nom /voc sgνιφόεσσαι, νιφόειςsnowy: fem nom /voc pl -
16 κρῡμός
κρῡμός, ὁ, Eiskälte, Frost; Soph. frg. 448; καταλαβεῖν αὐτὸν χειμῶνα καὶ κρυμόν Her. 4, 8; ἀφόρητος ib. 28; Sp., νιφόεις Antiphil. 8 (VI, 252); auch im plur., κατὰ τοὺς κρυμούς Strab. XI, 494; Diosc. – Fieberfrost, Medic. – S. auch κρυμνός.
-
17 κρυμος
-
18 νιφοέσση
-
19 νιφοέσσῃ
-
20 Snow
subs.It was winter and there was littte snow: P. χειμὼν ἦν καὶ ὑπένιφε (Thuc. 4, 103).Had it not snowed all over Thrace: Ar. εἰ μὴ κατένιψε χιόνι τὴν Θρᾴκην ὅλην (Ach. 138).When it snows: P. ὅταν νίφῃ ὁ θεός (Xen., Cyn. 8), or ὅταν ἐπινίφῃ (Xen., Cyn. 8).Snow-covered, adj.: V. νιφοστιβής, χιόνι κατάρρυτος (Eur., And. 215), Ar. νιφόεις, νιφόβολος, χιονόβλητος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Snow
См. также в других словарях:
νιφόεις — snowy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφόεις — νοφόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ Αἴτνα», Πίνδ.) 2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει» + κατάλ. όεις (πρβλ … Dictionary of Greek
νιφόεν — νιφόεις snowy masc voc sg νιφόεις snowy neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφόεντα — νιφόεις snowy neut nom/voc/acc pl νιφόεις snowy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοέσσῃ — νιφόεις snowy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφόεντας — νιφόεις snowy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφόεντι — νιφόεις snowy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφόεντος — νιφόεις snowy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφόεσσα — νιφόεις snowy fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφόεσσαν — νιφόεις snowy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφόεσσ' — νιφόεσσα , νιφόεις snowy fem nom/voc sg νιφόεσσαι , νιφόεις snowy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)