-
1 νιφοβολος
-
2 νιφοβλης
См. также в других словарях:
νιφόβολος — νιφόβολος, ον (Α) 1. σκεπασμένος με χιόνι, χιονοσκεπής 2. μτφ. σκωπτικός χαρακτηρισμός τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῑν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο… … Dictionary of Greek
νιφόβολος — snowclad masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφόβολον — νιφόβολος snowclad masc/fem acc sg νιφόβολος snowclad neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοβόλοις — νιφόβολος snowclad masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοβόλους — νιφόβολος snowclad masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοβόλων — νιφόβολος snowclad masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφόβολα — νιφόβολος snowclad neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφόβολοι — νιφόβολος snowclad masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοβολία — νιφοβολία, ἡ (Μ)[νιφόβολος] χιονοθύελλα, νιφετός, πτώση χιονιού … Dictionary of Greek
νιφόβλητος — νιφόβλητος, ον (Α) νιφόβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + βλητός (< βάλλω), πρβλ. πυρί βλητος] … Dictionary of Greek