-
1 νιφο-βλής
νιφο-βλής, ῆτος, = Folgdm, Ἄλπεις νιφοβλῆτες, Philp. 68 (IX, 561).
-
2 νιφόβλητος,
νιφό-βλητος, u. νιφο-βλής, ῆτος, u. νιφό-βολος, mit Schnee beworfen, bedeckt -
3 νιφοβλής
νιφό-βλητος, u. νιφο-βλής, ῆτος, u. νιφό-βολος, mit Schnee beworfen, bedeckt -
4 νιφοβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νιφοβλής
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий