-
1 νικαφόρος
νῑκᾱφόρος, -ον1 victoriousτετραορίας ἕνεκα νικαφόρου O. 2.5
νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν O. 13.14
νικαφόροις ἐν ἀέθλοις P. 8.26
ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει N. 3.67
γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων I. 1.22
pro subs., victorνικαφόροις ὁμιλεῖν O. 1.115
-
2 νικαφόρος
νῑκᾱφόρος, νικηφόροςmasc /fem nom sg (doric) -
3 νικηφορος
Iдор. νῑκᾱφόρος 21) дающий победу(δίκη Aesch.)
2) победоносный(πατήρ Soph.)
3) победный(στέφανος, ἀγλαΐα Pind.)
4) принадлежащий победителю, триумфаторский(ἅρματι νικηφόρῳ παρεστώς Plut.)
5) сулящий победуIIдор. νῑκᾱφόρος ὅ победитель Plat., Xen. etc. -
4 νῑκη-φόρος
νῑκη-φόρος, den Sieg davontragend, siegreich, dor. νικᾱφόρος, in den Kampfspielen siegend, auch ἄεϑλα, P. 8, 27, στέφανοι, I. 1, 22; bei Aesch. heißt Δίκη so, den Sieg verleihend, Ch. 146; πάλαισμα σωτήριόν τε καὶ δορὸς νικηφόρον, Eum. 747; σὺν κράτει νικηφόρῳ, Soph. Trach. 185; oft bei Eur., πατρὸς ἐκ νικηφόρου γεγώς, El. 880, νικηφόρου δώρου τύχοιτε, I. A. 1557; auch in Prosa, der Sieger, Plat. Rep. X, 621 d Legg. V, 730 c, Xen. Mem. 3, 4, 5, oft Plut.
-
5 ἀγλαΐα
ἀγλαΐα, ἡ ( ἀγλαός), Glanz, Pracht, im guten Sinn, Hom. von der Schönheit der Penelope, Od. 18, 180; ähnl. Soph. El. 204; ἵππος ἀγλαΐηφι πεποιϑώς Il. 6, 510. 15, 267; mit κῦδος verb. dem ὄνειαρ, Nutzen, entgegengesetzt Od. 15, 78; ἀγλαΐης ἕνεκεν κύνας κομέουσιν, zum Staat, 17, 310; vgl. ἀγλαΐας ἕνεκα ἵππῳ χαίτη Xen. Eq. 5, 8; plur. Od. 17, 244, ἀγλαΐας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, das Vornehmtun, die Hoffahrt; Pind. Sieg und Siegesfreude, νικαφόρος ἀγ, Ol. 13, 14; ἀγλαΐαν πόρεν αὐτῷ I. 2, 18; ἔδειξεν P. 6, 46. Auch Hes. vrbdt ἀγλαΐαις τε χοροῖς τε, sie ergötzten sich in Festfreude u. Tanz, Sc. 272; vgl. 284; Plut. Lyc. 21 καὶ χοροὶ καὶ μοῦσαι καὶ ἀγλαΐα. – Sp. D. von Freude u. Schmuck öfter, wie Strat. 37 (XII, 195) die Blumen ἔαρος ἀγλαΐαι nennt. In Prosa Xenoph. (f. oben) u. Sp., wie Julian. – Seit Hes. Th. 909 eine der Chariten.
-
6 αγλαια
эп.-ион. ἀγλαΐη ἥ тж. pl.1) блеск, пышность, краса(κῦδος τε καὴ ἀ. Hom.)
ἀγλαΐης ἕνεκεν Hom. — для красы2) радость, ликование(ἀγλαΐαι τε χοροί τε Hes.; νικαφόρος ἀ. Pind.; καὴ Μοῦσαι, καὴ ἀ. Plut.)
μηδέ ποτ΄ ἀγλαΐας ἀποναίατο Soph. — чтобы им никогда не знать радости3) важность, высокомерие -
7 νῑκηφόρος
νῑκη-φόρος, den Sieg davontragend, siegreich, dor. νικᾱφόρος, in den Kampfspielen siegend; Δίκη, den Sieg verleihend
См. также в других словарях:
νικαφόρος — νικαφόρος, ον (Α) βλ. νικηφόρος … Dictionary of Greek
νικαφόρος — νῑκᾱφόρος , νικηφόρος masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… … Dictionary of Greek