Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νικητοῦ

См. также в других словарях:

  • νικητοῦ — νικητής winner masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νικήτου — Νικήτας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοκρατορικός — ή, ο (ΑM κοσμοκρατορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοσμοκράτορα ή στην κοσμοκρατορία («τῆς κοσμοκρατορικῆς ἀρχῆς τοῡ νικητοῡ βασιλέως», Ευσ.). επίρρ... κοσμοκρατορικῶς (Μ) με δύναμη κοσμοκράτορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμοκρατορία ή… …   Dictionary of Greek

  • συνεμβαίνω — Α [ἐμβαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε πλοίο μαζί με κάποιον 2. μτφ. α) παίρνω μέρος σε κάτι, ανακατεύομαι β) ασχολούμαι με κάτι, καταπιάνομαι («συνεμβαίνει εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη περί τινος νικητοῡ», Λογγίν.) 3. φρ. «συνεμβαίνω τινὶ εἰς τὴν θάλατταν» αποπλέω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»