-
1 νικητού
-
2 νικητοῦ
-
3 Νικήτου
Νικήταςmasc gen sg (doric aeolic) -
4 υπολείπομαι
(αόρ. υπελείφθην)1) отставать; уступать (в каком-л. отношении);υπολείπ του πρώτου νικητού κατά πέντε μόνον μέτρα — отстать от победителя только на пять метров;
2) оставаться; быть в остатке;υπολείπονται ακόμη δύο μάρτυρες προς εξέτασιν — осталось добросить ещё двух свидетелей;
§ δεν μού υπολείπεται παρά να... — мне ничего не остаётся как..., мне остаётся только...
См. также в других словарях:
νικητοῦ — νικητής winner masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικήτου — Νικήτας masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμοκρατορικός — ή, ο (ΑM κοσμοκρατορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοσμοκράτορα ή στην κοσμοκρατορία («τῆς κοσμοκρατορικῆς ἀρχῆς τοῡ νικητοῡ βασιλέως», Ευσ.). επίρρ... κοσμοκρατορικῶς (Μ) με δύναμη κοσμοκράτορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμοκρατορία ή… … Dictionary of Greek
συνεμβαίνω — Α [ἐμβαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε πλοίο μαζί με κάποιον 2. μτφ. α) παίρνω μέρος σε κάτι, ανακατεύομαι β) ασχολούμαι με κάτι, καταπιάνομαι («συνεμβαίνει εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη περί τινος νικητοῡ», Λογγίν.) 3. φρ. «συνεμβαίνω τινὶ εἰς τὴν θάλατταν» αποπλέω … Dictionary of Greek