Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νικητής

  • 1 νικητής

    [никитис] ουσ. а. победитель.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νικητής

  • 2 призёр

    призёр м спорт, о νικητής; золотой \призёр о νικητής χρυσού μεταλλίου
    * * *
    м спорт.
    ο νικητής

    золото́й призёр — ο νικητής χρυσού μεταλλίου

    Русско-греческий словарь > призёр

  • 3 победитель

    победитель м о νικητής
    * * *
    м
    ο νικητής

    Русско-греческий словарь > победитель

  • 4 победитель

    побед||итель
    м ὁ νικητής:
    выйти \победительи́телем βγαίνω νικητής.

    Русско-новогреческий словарь > победитель

  • 5 победитель

    α.
    -ница, -ы θ.
    νικητής, -ήτρια•

    выйти -лем βγαίνω νικητής•

    -ей не судят τους νικητές δεν τους δικάζουν (ό,τι και να έπραξαν συγχωρείται).

    Большой русско-греческий словарь > победитель

  • 6 верх

    верх
    м
    1. (верхняя часть) τό (ἐ)πάνω μέρος, τό [ὐ]ψηλότερο[ν] μέρος:
    \верх до́ма τό πάνω μέρος (или τό πάνω πάτωμα) τοῦ σπιτιού·
    2. (экипажа, машины и т. п.) τό κάλυμμα, ἡ καπότα (τοῦ ἀμαξιού)·
    3. (высшая степень, предел) τό κορύφωμα, ὁ κολοφών, τό ἀπόγειον, τό ἄκρον:
    \верх счастья τό κορύφωμα τής εὐτυχίας· быть на \верху блаженства εἶμαι στό κορύφωμα τής εὐδαιμονίας· это \верх нахальства εἶναι τό ἄκρον ἄωτον τής ἀναίδειας·
    4. (лицевая сторона материи) ἡ καλή, ἡ ὀψη, τό ἐξωτερικόν ◊ одержа́ть \верх над кем-л. νικώ κάποιον, βγαίνω νικητής.

    Русско-новогреческий словарь > верх

  • 7 покоритель

    покор||и́тель
    м ὁ κατακτητής, ὁ νικητής· ◊ \покорительйтель сердец шутл. ὁ καρδιοκλέφτης.

    Русско-новогреческий словарь > покоритель

  • 8 призер

    призер
    м спорт. ὁ νικητής, ὁ βραβευθείς.

    Русско-новогреческий словарь > призер

  • 9 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 10 призёр

    α.
    -ерша, -и θ.
    νικητής, βραβευμένος•

    призёр олимпийских игр ολυμπιονίκης.

    Большой русско-греческий словарь > призёр

  • 11 щит

    α.
    1. ασπίδα•

    щит ахилла ή ахилса η ασπίδα του Αχιλλέα.

    || μτφ. προπύργιο, προμαχώνας.
    2. φράγμα• φράχτης. || προκατασκευασμένα μεσοχωρίσματα σπιτιών σαν δώματα.
    3. προστατευτικό έρεισμα σήραγγας.
    4. όστρακο (χελώνας, κοχλία κλπ.)• φολίδα. || πίνακας, ταμπλό.
    5. ηλεκτρικός πίνακας•

    электрораспределительный щит ηλεκτρικός πίνακας διανομής ρεύματος.

    || μεγάλος στόχος βολής στη θάλασσα.
    6. το σανιδωμα του τέρματος του μπάσκετ-μπόλ.
    εκφρ.
    поднять на щит – επαινώ, εγκωμιάζω, εκθειάζω, εξυψώνω•
    на -е вернуться – γυρίζω νικημένος•
    со -ом вернуться – γυρίζω νικητής.

    Большой русско-греческий словарь > щит

См. также в других словарях:

  • νικητής — winner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητής — ο, θηλ. νικήτρια και νικήτρα (ΑΜ νικητής, θηλ. νικήτρια, Μ θηλ. και νικήτρα) [νικώ] αυτός που κερδίζει ή κέρδισε αγώνα οποιουδήποτε είδους, αυτός που νίκησε σε μάχη ή αγώνα εναντίον εχθρού ή αντιπάλου (α. «ο νικητής τών εκλογών» β. «αρμονία… …   Dictionary of Greek

  • νικητής — ο θηλ. ήτρια και ήτρα αυτός που νικά σε οποιονδήποτε αγώνα: Δίχως να ιδρώσεις νικητής, δίχως αγώνα πλάστης (Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νικήτης — Νικήτας masc nom sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικηταῖς — νικητής winner masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικηταί — νικητής winner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητοῦ — νικητής winner masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητᾶν — νικητής winner masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητῇ — νικητής winner masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητήν — νικητής winner masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητῶν — νικητής winner masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»