-
1 ναυσι-πέρᾱτον
ναυσι-πέρᾱτον, ῥεῖϑρον, D. Hal. 3, 44, schiffbar, mit Schiffen zu überfahren; bei Her. νηυσιπέρητος.
См. также в других словарях:
νηυσιπέρητος — νηυσιπέρητος, ον (Α) ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος … Dictionary of Greek
νηυσιπέρητος — navigable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηυσιπέρητον — νηυσιπέρητος navigable masc/fem acc sg νηυσιπέρητος navigable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηυσιπέρητοι — νηυσιπέρητος navigable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυσιπέρατος — και ιων. τ. νηυσιπέρητος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διέλθει με πλοίο, ο διαβατός με πλοίο, πλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + περατός (< περάω «περνώ»)] … Dictionary of Greek