-
1 νηυσιπέρητος
νηυσιπέρητοςnavigable: masc /fem nom sg -
2 νηυσιπέρητος
νηυσιπέρητος, ον,A v. ναυσιπέρατος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νηυσιπέρητος
-
3 νηυσιπέρητον
νηυσιπέρητοςnavigable: masc /fem acc sgνηυσιπέρητοςnavigable: neut nom /voc /acc sg -
4 νηυσιπέρητοι
νηυσιπέρητοςnavigable: masc /fem nom /voc pl -
5 ναυσιπέρατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυσιπέρατος
-
6 περατός
A = περάσιμος, Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ π. Pi.N.4.69; ποταμὸς νηυσὶ π. navigable, Hdt.1.189,al. (better νηυσιπέρητος) ; τάφρος οὐ π. Plu.Pyrrh.28.2 = περατικός, PCair.Zen.536.7 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περατός
См. также в других словарях:
νηυσιπέρητος — νηυσιπέρητος, ον (Α) ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος … Dictionary of Greek
νηυσιπέρητος — navigable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηυσιπέρητον — νηυσιπέρητος navigable masc/fem acc sg νηυσιπέρητος navigable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηυσιπέρητοι — νηυσιπέρητος navigable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυσιπέρατος — και ιων. τ. νηυσιπέρητος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διέλθει με πλοίο, ο διαβατός με πλοίο, πλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + περατός (< περάω «περνώ»)] … Dictionary of Greek