-
1 νησσαῖος
-
2 νησσαῖος
νησσαῖος, von der Ente, entenartig -
3 νησαῖος
См. также в других словарях:
νησσαίος — α, ο (Α νησσαῑος, αία, ον) [νήσσα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσσα ή προέρχεται από τη νήσσα … Dictionary of Greek
1 νησσαῖος
2 νησσαῖος
3 νησαῖος
νησσαίος — α, ο (Α νησσαῑος, αία, ον) [νήσσα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσσα ή προέρχεται από τη νήσσα … Dictionary of Greek