-
1 νησιώτης
-
2 νησιωτης
-
3 νησιώτης
νησιώτηςislander: masc nom sg -
4 νησιώτης
νησιώτης, ὁ, der Inselbewohner -
5 νησιώτης
ο, νησιώτισσα [-ώτις (-ιδος)] η островитян]ин, -ка -
6 νησιώτης
[нисьвтис] ουσ. а. живущий на островеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νησιώτης
-
7 νησιώτης
[нисьвтис] ουσ α живущий на острове. -
8 νησιώτης
2 metaph., of a swimmer, Tim.Pers.44.II as Adj., insular,λαὸς νασιώτας Pi.P. 9.55
;ν. βίος E.Heracl.84
; νησιώτιδες πόλεις insular cities, Hdt.7.22; νησιῶτις πέτρα an island rock, A.Pers. 390; (lyr.): also with a neut. Subst.,νησιώτῃ μειρακίῳ Luc.Dom.3
.2 epith. of Apollo in Locris, BCH46.446; of Dionysus, Ath.Mitt.29.169 (Pergam.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νησιώτης
-
9 νησιώτης
islanderΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > νησιώτης
-
10 χερσο-νησιώτης
χερσο-νησιώτης, ὁ, att. χεῤῥον., = χερσονησίτης, v. l. bei Xen. Hell. 3, 2,8.
-
11 adalı
νησιώτης -
12 islander
νησιώτης -
13 νησιωτέων
νησιώτηςislander: masc gen pl (epic ionic) -
14 νησιώταις
νησιώτηςislander: masc dat pl -
15 νησιώτην
νησιώτηςislander: masc acc sg (attic epic ionic) -
16 νησιώτιδας
νησιώτηςislander: fem acc pl -
17 νησιώτιδε
νησιώτηςislander: fem nom /voc /acc dual -
18 νησιώτιδες
νησιώτηςislander: fem nom /voc pl -
19 νησιώτιδος
νησιώτηςislander: fem gen sg -
20 νησιώτου
νησιώτηςislander: masc gen sg
См. также в других словарях:
νησιώτης — islander masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιώτης — (5ος αι.π.Χ.). Αθηναίος χαλκοπλάστης. Το όνομά του αναφέρεται πάντοτε μαζί με το όνομα του συνεργάτη του Κρίτιου. Οι δύο αυτοί καλλιτέχνες δημιούργησαν πολλά αξιόλογα έργα αλλά είναι γνωστοί κυρίως από το σύμπλεγμα των τυραννοκτόνων, που… … Dictionary of Greek
νησιώτης — ο θηλ. ιώτισσα ο κάτοικος νησιού ή αυτός που κατάγεται από νησί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νησιωτέων — νησιώτης islander masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιωτῶν — νησιώτης islander masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιῶται — νησιώτης islander masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιῶτιν — νησιώτης islander fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιῶτις — νησιώτης islander fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιώταις — νησιώτης islander masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιώτην — νησιώτης islander masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιώτιδας — νησιώτης islander fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)