Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

νηπύτιος

См. также в других словарях:

  • νηπύτιος — little child masc/fem nom sg νηπύτιος little child masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπύτιος — νηπύτιος, ία, ον (Α) (υποκορ. τού νήπιος) 1. μικρό παιδί, παιδάκι 2. αυτός που μοιάζει με νήπιο, νηπιώδης, παιδαριώδης («ού γὰρ φημ έπέεσσί γε νηπυτίοισιν», Ομ. Ιλ.) 3. (κατ επέκτ.) ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του νήπιος* που… …   Dictionary of Greek

  • νηπύτιον — νηπύτιος little child masc/fem acc sg νηπύτιος little child neut nom/voc/acc sg νηπύτιος little child masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπυτίοισι — νηπύτιος little child masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) νηπύτιος little child masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπυτίοισιν — νηπύτιος little child masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) νηπύτιος little child masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπυτίῳ — νηπύτιος little child masc/fem/neut dat sg νηπύτιος little child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπύτιε — νηπύτιος little child masc/fem voc sg νηπύτιος little child masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπύτιοι — νηπύτιος little child masc/fem nom/voc pl νηπύτιος little child masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπύτι' — νηπύτια , νηπύτιος little child neut nom/voc/acc pl νηπύτιε , νηπύτιος little child masc/fem voc sg νηπύτιε , νηπύτιος little child masc/fem voc sg νηπύτιαι , νηπυτία infancy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • νηπυτία — νηπυτία, ἡ (Α) [νηπύτιος] νηπιότης* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»