-
1 νηπιέη
νηπιέη, ἡ, ion. = νηπιάα, Unmündigkeit, Kindheit, πολλάκι μοι κατέδευσας ἐπὶ στήϑεσσι χιτῶνα, οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ, Il. 9, 485 ff, wo Andere es für kindische Unbeholfenheit erkl.; gew. kindisches Wesen, Thorheit, νηπιέῃσι ποδῶν ἀρετὴν ἀναφαίνων, Il. 20 411, vgl. 15, 363 Od. 24, 469.
-
2 νηπιεη
ἥ (только dat. обоих чисел и acc. pl. νηπιάας)1) младенчество, детствоἐν νηπιέῃ Hom. — в дни детства
2) детская забава, ребячествоνηπιάας ὀχέειν Hom. — по-детски шалить, ребячиться;
νηπιέῃσιν Hom. — по-детски, ребячески -
3 νηπιέη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > νηπιέη
-
4 νηπιέη
νηπιέη, ἡ, Unmündigkeit, Kindheit; kindische Unbeholfenheit; gew. kindisches Wesen, Torheit -
5 νηπιέη
νηπίεοςfem nom /voc sg (epic ionic)νηπιάαfem nom /voc sg (epic ionic)νηπιέηchildhood: fem nom /voc sg (epic ionic)——————νηπίεοςfem dat sg (epic ionic)νηπιάαfem dat sg (epic ionic)νηπιέηchildhood: fem dat sg (epic ionic) -
6 νηπιέῃ
Βλ. λ. νηπιέη -
7 νηπιέη
A childhood, childishness,οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ Il.9.491
: in pl., οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας (for Νηπιίας)ὀχέειν Od.1.297
;ἐπεὶ.. ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν
in childish fashion,Il.
15.363; ἡγήσατο νηπιέῃσι led them in his folly, Od.24.469. -
8 νηπιέηι
νηπιέῃ, νηπίεοςfem dat sg (epic ionic)νηπιέῃ, νηπιάαfem dat sg (epic ionic)νηπιέῃ, νηπιέηchildhood: fem dat sg (epic ionic) -
9 νηπιαα
-
10 νηπιέα
νηπιέᾱ, νηπίεοςfem nom /voc /acc dualνηπιέᾱ, νηπίεοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)νηπιέᾱ, νηπιάαfem nom /voc /acc dual (epic)νηπιέᾱ, νηπιάαfem nom /voc sg (attic epic doric aeolic)νηπιέᾱ, νηπιέηchildhood: fem nom /voc /acc dualνηπιέᾱ, νηπιέηchildhood: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
11 νηπιέας
νηπιέᾱς, νηπίεοςfem acc plνηπιέᾱς, νηπίεοςfem gen sg (attic doric aeolic)νηπιέᾱς, νηπιάαfem acc pl (epic)νηπιέᾱς, νηπιάαfem gen sg (attic epic doric aeolic)νηπιέᾱς, νηπιέηchildhood: fem acc plνηπιέᾱς, νηπιέηchildhood: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 δεύω
δεύω, benetzen, befeuchten; verwandt διαίνω? oder δύω, δύνω? Hom. nur praes. u. impf.; z. B. ἐκ δ' αὶμα μέλαν ῥέε, δεῠε δὲ γαῖαν Il. 13, 655; εἵματα δ' αἰεὶ δάκρυσι δεύεσκον Od. 7, 260; πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ 5, 53; δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι Iliad. 9, 570; ὥρῃ ἐν είαρινῇ, ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει, Milch netzt die Gefäße, d. i. füllt sie, Il. 2. 471. Das einzige Homerische composit., καταδεύω, erscheint an der einzigen Stelle, wo es bei Homer vorkommt, Iliad. 9, 490, im aorist., πολλάκι μοι κατέδευσας ἐπὶ στήϑεσσι χιτῶνα οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ. – Eur. Phoen. 674, c. gen., αἵματος δ' ἐδευσε γαῖαν; auch in Prosa, μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι Plat. Legg. VI, 782 c; von der Asche, σποδιῇ δευόμεναι πλόκαμον, Ep. ad. 482 (VII, 10). Einen aor. δεύεσαν ἀφρῷ hat Ou. Sm. 4511. Uebertr., a) ἐρεμνὸν αἷμ' ἔδευσα, Soph. Ai. 369, d. i. vergießen. – b) bei Xen. Oec. 10, 11 ist δεῦσαι καὶ μάξαι verbunden, einweichen u. kneten; vgl. ἄρτον ὕδατι Cyr. 6, 2, 28; εἰμὴ κόρη δεύσειε τὸ σταῖς Eupol. fr. inc. 40; μάττω, δεύω, πέττω, Ar. Poll. 7, 24; γῆν ὕδατι, beim Ziegelstreichen, Plut. fort. g. E. (p. 309); Dion. Hal. 7, 72; Suid. erkl. δέδευκε, πεφύρακε. – c) δᾷδες πίσσῃ καὶ ῥητίνῃ δεδευμέναι, bestrichen, Herodian. 8, 4, 30.
-
13 νηπιάα
νηπιάα, ἡ, kindisches Wesen, Kinderei, νηπιάας ὀχέειν, Kinderei treiben, Od. 1, 297. Vgl. νηπιέη.
-
14 νηπίεος
νηπίεος, zum Kinde gehörig, νηπιέη χείρ, des Kindes, Opp. Hal. 3, 585.
-
15 ἀλεγεινός
ἀλεγεινός, ή, όν, = ἀλγεινός (ἀλέγω), schmerzhaft, Schmerz bereitend, Hom. ose, ἀγγελίῃ Iliad. 2, 787, πυρῆς 4, 99, αἰχμή 5, 658, νηπιέῃ 9, 491, ὀδύνη 11, 398, πνοιῇ Βορέω 14, 395, κακορραφίης 15, 16, ρέεϑρα 17, 749, μάχης 18, 248, ἀγηνορίης 22, 457, πυγμαχίης 23, 653, παλαισμοσύνης 28, 701, κύματα 24, 8, μαχλοσύνην 24, 30, ὑπερβασίης Od. 3, 906, εὶρεσίης 10, 78, ἐφημοσύνης 12, 226, ρυστακτύος 18, 224; ἔνϑα μάλιστα γίγνετ' Ἄρης ἀλεγεινὸς βροτοῖσιν Iliad. lg, 569; (ἵπποι) οἱ δ' ἀλεγεινοὶ ἀνδράσι γε ϑνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ' ὀχέεσϑαι, ἄλλῳ γ' ἤ Ἀχιλῆι Iliad. 10, 402; – μεριμνήματα Pind. frg. 245; κῆδος Ap. Rh. 3, 692; Agath. 1 (X, 68) ἄνδρες. – Adv. ἀχνύμενος ἀλεγεινῶς Qu. Sm. 3, 557.
-
16 νηπιέαις
νηπίεοςfem dat plνηπιάαfem dat pl (epic)νηπιέηchildhood: fem dat pl -
17 νηπιέην
νηπίεοςfem acc sg (epic ionic)νηπιάαfem acc sg (epic ionic)νηπιέηchildhood: fem acc sg (epic ionic) -
18 νηπιέης
νηπίεοςfem gen sg (epic ionic)νηπιάαfem gen sg (epic ionic)νηπιέηchildhood: fem gen sg (epic ionic) -
19 νηπιέησι
νηπίεοςfem dat pl (epic ionic)νηπιάαfem dat pl (epic ionic)νηπιέηchildhood: fem dat pl (epic ionic) -
20 νηπιέῃσι
νηπίεοςfem dat pl (epic ionic)νηπιάαfem dat pl (epic ionic)νηπιέηchildhood: fem dat pl (epic ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νηπιέη — και νηπιάα, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. η ηλικία τού νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» δεν πρέπει να φέρεσαι… … Dictionary of Greek
νηπιέη — νηπίεος fem nom/voc sg (epic ionic) νηπιάα fem nom/voc sg (epic ionic) νηπιέη childhood fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιέῃ — νηπίεος fem dat sg (epic ionic) νηπιάα fem dat sg (epic ionic) νηπιέη childhood fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιέηι — νηπιέῃ , νηπίεος fem dat sg (epic ionic) νηπιέῃ , νηπιάα fem dat sg (epic ionic) νηπιέῃ , νηπιέη childhood fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιέα — νηπιέᾱ , νηπίεος fem nom/voc/acc dual νηπιέᾱ , νηπίεος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νηπιέᾱ , νηπιάα fem nom/voc/acc dual (epic) νηπιέᾱ , νηπιάα fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) νηπιέᾱ , νηπιέη childhood fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιέας — νηπιέᾱς , νηπίεος fem acc pl νηπιέᾱς , νηπίεος fem gen sg (attic doric aeolic) νηπιέᾱς , νηπιάα fem acc pl (epic) νηπιέᾱς , νηπιάα fem gen sg (attic epic doric aeolic) νηπιέᾱς , νηπιέη childhood fem acc pl νηπιέᾱς , νηπιέη childhood fem gen … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
νηπίεος — νηπίεος, έα, ον (Α) [νηπιέη] νήπιος («χεῑρα νηπιέην», Οππ.) … Dictionary of Greek
νηπιάα — νηπιάα, ἡ (Α) βλ. νηπιέη … Dictionary of Greek
νηπιέαις — νηπίεος fem dat pl νηπιάα fem dat pl (epic) νηπιέη childhood fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιέην — νηπίεος fem acc sg (epic ionic) νηπιάα fem acc sg (epic ionic) νηπιέη childhood fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)