-
1 νηνεμια
ион. νηνεμίη ἥ (тж. ν. ἀνέμων Plat.) безветрие(γαλήνη νηνεμίη Hom.; νηνεμίαι τε καὴ γαλῆναι Plat.; ν. καὴ γαλήνη Plut.)
νηνεμίης Hom. — в часы безветрия -
2 νηνεμία
η безветрие, штиль -
3 ανηνεμια
-
4 γαληνη
дор. γᾰλάνᾱ (λᾱ) ἥ1) безветрие, штиль(λευκέ γ. Hom.; νηνεμία τε καὴ γ. Plat.; γαλῆναι καὴ εὐδίαι Arst.)
2) спокойное море, морская гладь(γ. ὁμαλότης θαλάττης, sc. ἐστίν Arst.)
ἐλάαν γαλήνην Hom. — плыть по спокойному морю3) спокойствие, безмятежность, ясность(φρόνημα νηνέμου γαλάνας Aesch.; ἐν γαλήνῃ ποιεῖν τι Soph.; γ. ἡσυχία τε Plat.; σοφία καὴ γ. Plut.)
4) гален, сернистый свинец Plin. -
5 παλινηνεμια
См. также в других словарях:
νηνεμία — νηνεμίᾱ , νηνεμία stillness in the air fem nom/voc/acc dual νηνεμίᾱ , νηνεμία stillness in the air fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμίᾳ — νηνεμίαι , νηνεμία stillness in the air fem nom/voc pl νηνεμίᾱͅ , νηνεμία stillness in the air fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμία — η (Α νηνεμία και ιων. τ. νηνεμίη) [νήνεμος] έλλειψη ανέμου, καιρική κατάσταση κατά την οποία δεν πνέει κανένας άνεμος, άπνοια, μπουνάτσα («μὴ ἐν νηνεμίᾳ ἀλλ ἐν μεγάλαῳ τινὶ πνεύματι», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. ψυχική ηρεμία, γαλήνη … Dictionary of Greek
νηνεμία — η γαλήνη, έλλειψη πνοής αέρα, άπνοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νηνεμίας — νηνεμίᾱς , νηνεμία stillness in the air fem acc pl νηνεμίᾱς , νηνεμία stillness in the air fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμίαι — νηνεμία stillness in the air fem nom/voc pl νηνεμίᾱͅ , νηνεμία stillness in the air fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμίαν — νηνεμίᾱν , νηνεμία stillness in the air fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμιῶν — νηνεμία stillness in the air fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμίαις — νηνεμία stillness in the air fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμίη — νηνεμία stillness in the air fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμίην — νηνεμία stillness in the air fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)