-
1 νηνέω
-
2 νηνέω
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νηνέω
-
3 νηέω
A heap, pile up,ἐπ' αὐτῶν νήησαν ξύλα πολλά Od.19.64
; of a funeral pile,μενοεικέα νήεον ὕλην Il.23.139
; περὶ δὲ δρατᾲ σώματα νήει ib. 169;πῦρ τ' εὖ νηῆσαι Od.15.322
; also ἐπ' ἀπήνης νήεον.. ἀπερείσι' ἄποινα heaped a huge ransom, Il.24.276; νήεον αὐτόθι βωμόν piled it up, A.R.1.403:—in [voice] Med.,πυρὰν ναήσατ' B.3.33
: [tense] fut. νηήσεται in pass. sense, Opp.H.2.216.II pile, load,νηήσας εὖ νῆας Il.9.358
:—in [voice] Med., νῆα ἅλις χρυσοῦ—νηησάσθω let him pile his ship with gold enough, ib. 137, cf. 279. [Sts. corrupted to νηνέω, q.v.] -
4 παρανηνέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρανηνέω
-
5 ἐπικινέω
A f.l. for ἐπινέω (B) or - νηνέω (q.v.), lamb.VP 3.17:—[voice] Pass., to be moved,ὀσφὺς -κινεῖται Luc.Asin.6
; gesticulate at a thing. v.I. Epict.Ench.33.10: metaph., to be moved, zealous, ; also, to be moved to passion, τοὺς οὐδ' ἐπικινηθῆναιδυναμένους Phld.Piet.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικινέω
-
6 ἐπινηνέω
ἐπι - νηνέω (νέω, νηέω): heap up upon; νεκροὺς πυρκαϊῆς, Il. 7.428 and 431.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπινηνέω
См. также в других словарях:
νηνέω — (Α) (εκτεταμένος επικ. τ.) σωρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο ενεστ. που έχει σχηματιστεί πιθ. με αττ. διπλασιασμό από το ρ. νέω (III). Ο τ. απαντά στον πρτ. ἐνήνεον και, κατ άλλους, πρόκειται για εσφ. μορφή τού νήεον] … Dictionary of Greek
επινηνέω — ἐπινηνέω (Α) συσσωρεύω («οἱ δὲ σιωπῇ νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νηνέω «συσσωρεύω». Πρόκειται μάλλον για παρεφθαρμένο τ. τού νηέω, παράλλ. αρχαιότερο τ. τού νέω (II) «συσσωρεύω»] … Dictionary of Greek
νηέω — και δωρ. τ. ναέω (Α) (επκ. εκτετ. τ.) 1. επισωρεύω, στοιβάζω, σωριάζω («ἐπ αὐτῶν νήησαν ξύλα πολλά», Ομ. Οδ.) 2. (γενικά) συσσωρεύω 3. (και το μέσ.) φορτώνω, γεμίζω («νῆα ἅλις χρυσοῡ καὶ χαλκοῡ νηησάσθω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek
παρανηνέω — Α (επικ. τ.) συσσωρεύω κοντά σε κάποιον («σῑτον τ ἐσσυμένως παρενήνεεν ἐν κανέοισι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νηνέω «σωρεύω»] … Dictionary of Greek