-
1 νεανικος
-
2 νεανικός
-
3 νεανικός
[нэаникос] επ. юношеский.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νεανικός
-
4 νεανικός
[нэаникос] επ юношеский. -
5 νεανιας
I1) молодой, юный(ἀνήρ Hom.)
νεανίαι τὰς ὄψεις Lys. — молодые на вид2) юношеский, крепкий(ὦμοι Eur.)
3) пылкий, задорный(λόγοι Eur., Plat.)
4) (ср. νεανικός 2) большой, огромный(ἄρτος Arph.)
II
См. также в других словарях:
νεανικός — ή, ό (ΑΜ νεανικός και Α ιων. τ. νεηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό φέρσιμο», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῑ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῑν», Αριστοφ.) 2. δραστήριος, ρωμαλέος, ορμητικός, ζωηρός μσν.… … Dictionary of Greek
νεανικός — νεᾱνικός , νεανικός youthful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε νέο, ρωμαλέος, ορμητικός: Νεανικές τρέλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεανικά — νεᾱνικά , νεανικός youthful neut nom/voc/acc pl νεᾱνικά̱ , νεανικός youthful fem nom/voc/acc dual νεᾱνικά̱ , νεανικός youthful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανικώτερον — νεᾱνικώτερον , νεανικός youthful adverbial comp νεᾱνικώτερον , νεανικός youthful masc acc comp sg νεᾱνικώτερον , νεανικός youthful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανικώ — νεανικῶ, έω (Α) [νεανικός] 1. είμαι νέος 2. είμαι νεανικός … Dictionary of Greek
νεανικωτάτας — νεᾱνικωτάτᾱς , νεανικός youthful fem acc superl pl νεᾱνικωτάτᾱς , νεανικός youthful fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανικωτέραις — νεᾱνικωτέραις , νεανικός youthful fem dat comp pl νεᾱνικωτέρᾱͅς , νεανικός youthful fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανικωτέρας — νεᾱνικωτέρᾱς , νεανικός youthful fem acc comp pl νεᾱνικωτέρᾱς , νεανικός youthful fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανικωτέρων — νεᾱνικωτέρων , νεανικός youthful fem gen comp pl νεᾱνικωτέρων , νεανικός youthful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανικῶν — νεανικέω to be youthful pres part act masc nom sg (attic epic doric) νεᾱνικῶν , νεανικός youthful fem gen pl νεᾱνικῶν , νεανικός youthful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)