-
1 νεοτας
-
2 νεοτης
- ητος, дор. νεότᾱς ἥ1) молодость, юность(καὴ γῆρας καὴ ν. Plat.)
2) юношеская пылкость, задор, безрассудство, незрелость(ν. καὴ ἄνοια Plat.)
3) юношество, молодежь(ν. πολλή Thuc.)
См. также в других словарях:
νεότας — νεότας, ἁ (Α) (δωρ. και κρητ. τ.) βλ. νεότητα … Dictionary of Greek
νεότας — νεότᾱς , νεότης youth fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτατεύω — (Α) [νεότας] είμαι μέλος τής νεότας … Dictionary of Greek
νεότητα — και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) [νέος] 1. η ιδιότητα τού νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ. β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος… … Dictionary of Greek