Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

νεότᾱς

См. также в других словарях:

  • νεότας — νεότας, ἁ (Α) (δωρ. και κρητ. τ.) βλ. νεότητα …   Dictionary of Greek

  • νεότας — νεότᾱς , νεότης youth fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτατεύω — (Α) [νεότας] είμαι μέλος τής νεότας …   Dictionary of Greek

  • νεότητα — και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) [νέος] 1. η ιδιότητα τού νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ. β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»