-
1 νεοπριστος
-
2 νεόπριστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόπριστος
-
3 νεόπριστος
νεό-πριστος ( πρίω): fresh - sawn, Od. 8.404†A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > νεόπριστος
-
4 νεόπριστος
νεό-πριστος, frisch zersägt, zerschnitten -
5 νεοπρίστου
νεόπριστοςfresh-sawn: masc /fem /neut gen sg -
6 νεοπρίστων
νεόπριστοςfresh-sawn: masc /fem /neut gen pl
См. также в других словарях:
νεόπριστος — νεόπριστος, ον (Α) (επικ. τ.) αυτός που πριονίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πριστος (< πρίω «πριονίζω»), πρβλ. εύ πριστος] … Dictionary of Greek
νεοπρίστου — νεόπριστος fresh sawn masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπρίστων — νεόπριστος fresh sawn masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek