Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νεόπλυτος

См. также в других словарях:

  • νεόπλυτος — νεόπλυτος, ον (Α) αυτός που πλύθηκε πρόσφατα, ο φρεσκοπλυμένος («εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πλυτος (< πλύνω), πρβλ. παλίμ πλυτος] …   Dictionary of Greek

  • νεόπλυτον — νεόπλυτος newly washen masc/fem acc sg νεόπλυτος newly washen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόπλυτα — νεόπλυτος newly washen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεοπλυνής — νεοπλυνής, ές (Α) νεόπλυτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πλυνής (< πλύνω), πρβλ. ευ πλυνής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»