-
1 νεοπλυτος
-
2 νεόπλυτος
νεό-πλῠτος, ον,A newly washen,νεόπλυτα εἵματ' ἔχοντες Od.6.64
, cf. Hdt.2.37, Mus.Belg.16.71 (Athens, ii A.D.), v.l. in Anacr.21.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόπλυτος
-
3 νεόπλυτος
νεό-πλυτος ( πλύνω): newly washed, Od. 6.64†A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > νεόπλυτος
-
4 νεόπλυτος,
νεό-πλυτος, u. νεο-πλυνής, ές, neu, eben erst gewaschen -
5 νεόπλυτον
νεόπλυτοςnewly washen: masc /fem acc sgνεόπλυτοςnewly washen: neut nom /voc /acc sg -
6 νεόπλυτα
νεόπλυτοςnewly washen: neut nom /voc /acc pl -
7 νεοπλυνης
См. также в других словарях:
νεόπλυτος — νεόπλυτος, ον (Α) αυτός που πλύθηκε πρόσφατα, ο φρεσκοπλυμένος («εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πλυτος (< πλύνω), πρβλ. παλίμ πλυτος] … Dictionary of Greek
νεόπλυτον — νεόπλυτος newly washen masc/fem acc sg νεόπλυτος newly washen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόπλυτα — νεόπλυτος newly washen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεοπλυνής — νεοπλυνής, ές (Α) νεόπλυτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πλυνής (< πλύνω), πρβλ. ευ πλυνής] … Dictionary of Greek