Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

νεόνυμφος

См. также в других словарях:

  • νεόνυμφος — newly married masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόνυμφος — η, ο, θηλ. και νιόνυφη (ΑΜ νεόνυμφος, ον, Μ και νεόνυφος, ον, Μ θηλ. και νεόνυμφη και νεόνυφη) αυτός που μόλις έχει συζευχθεί νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νεόνυμφοι νιόπαντρο ζευγάρι μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ νεόνυμφη α) νιόπαντρη κοπέλα, η… …   Dictionary of Greek

  • νεόνυμφον — νεόνυμφος newly married masc/fem acc sg νεόνυμφος newly married neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεονύμφοις — νεόνυμφος newly married masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεονύμφου — νεόνυμφος newly married masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεονύμφους — νεόνυμφος newly married masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεονύμφων — νεόνυμφος newly married masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόνυμφε — νεόνυμφος newly married masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόνυμφοι — νεόνυμφος newly married masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεογύνης — νεογύνης, ὁ (Α) αυτός που έλαβε πρόσφατα γυναίκα ως σύζυγο, νεόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γύνης (< γυνή), πρβλ. μισο γύνης, φιλο γύνης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»