Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

νεόκμητος

См. также в других словарях:

  • νεόκμητος — νεόκμητος, ον (Α) 1. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα 2. αυτός που δολοφονήθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. πολύ κμητος] …   Dictionary of Greek

  • νεόκμητον — νεόκμητος newly wrought masc/fem acc sg νεόκμητος newly wrought neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοκμήτῳ — νεόκμητος newly wrought masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόκμητα — νεόκμητος newly wrought neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεοκμής — νεοκμής, ό και ἡ (Α) 1. νεόκμητος* 2. αυτός που πληγώθηκε πρόσφατα 3. μτφ. (για στρατιώτες ή για στρατεύματα) αυτός που έχει αμείωτη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κμής (< κάμνω), πρβλ. ανδρο κμής, δουρι κμής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»