-
1 νεοδματος
-
2 νεοδμητος
I2[δαμάω]1) только что убитый, свежий(νεκρός Eur.)
2) новобрачный, молодой(κόρη Eur.)
IIдор. νεόδμᾱτος 2[δέμω] недавно построенный, только что устроенный(στεφανώματα βωμῶν Pind.; τύμβος Anth.)
См. также в других словарях:
νεόδμητος — (I) η, ο (Α νεόδμητος και δωρ. τ. νεόδματος, ον) αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δμητος (< θ. δμη / δμᾱ τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος]. (II) νεόδμητος, ον (Α) 1. (για άλογα)… … Dictionary of Greek