-
1 νεαγγελτος
-
2 νεάγγελτος
νεάγγελτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεάγγελτος
-
3 νεάγγελτος
νε-άγγελτος, neulich, eben erst gemeldet, verkündet -
4 νεάγγελτον
νεάγγελτοςnewly: masc /fem acc sgνεάγγελτοςnewly: neut nom /voc /acc sg -
5 φάτις
φάτις, εως, ion. ιος, ἡ, Sage, Rede, Gerücht, Od. 21, 323; φάτις μνηστήρων, das Gerücht von den Freiern, 23, 262; Pind. ἐχϑρὰ Φάλαριν κατέχει φάτις, P. 1, 96, u. öfter; wie Her., ἡ φάτις ἔχει μιν, die Sage geht von ihnen, 7, 3. 8, 94; κατὰ φάτιν 2, 102; auch ἔχει τινὰ φάτιν ἀνὴρ Ἑφέσιος 9, 84; vgl. Eur. Hel. 251; πολύστονος Aesch. Eum. 358; φάτιν φέρειν, ein Gerücht verbreiten, Ag. 9, wie Soph. El. 56 Ai. 813; νεάγγελτος Aesch. Ch. 725; φάτιν κλύειν Soph. Ai. 857, vgl. O. R. 715 Ai. 954; φάτις ἕρπεται Ant. 696, vgl. Ai. 173. 186; auch die Sprache selbst, Ἕλλην' ἐπίσταμαι φάτιν Aesch. Ag. 1227; vgl. φάτιν βαρεῖαν εἰπεῖν Soph. Phil. 1034; – Nachrede, Ruf, ἐσϑλή Od. 6, 29, ἀστῶν βαρεῖα Aesch. Ag. 444. – Vom Orakel, ἀπὸ ϑεσφάτων Aesch. Ag. 1103; Soph. O. R. auch ἀπ' οἰωνῶν φάτις, 310; Eur. Phoen. 23. – Pind. P. 3, 112 Νέστορα καὶ Σαρπηδόν', ἀνϑρώπων φάτις, die von den Menschen gerühmt werden; u. so bei Soph. Trach. 690, δέρκομαι φάτιν ἄφραστον ἀξύμβλητον ἀνϑρώπῳ μαϑεῖν, die Sache selbst, von der gesprochen wird.
См. также в других словарях:
νεάγγελτος — νεάγγελτος, ον (Α) αυτός που αναγγέλθηκε ή ανακοινώθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀγγέλλω] … Dictionary of Greek
νεάγγελτον — νεάγγελτος newly masc/fem acc sg νεάγγελτος newly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek