-
1 νεό-τμητος
νεό-τμητος, frisch, eben erst geschnitten, abgeschnitten; Plat. Tim. 80 d; Theocr. 7, 134; κρηπῖδες, Luc. adv. ind. 6.
-
2 νεότμητος
νεό-τμητος, frisch, eben erst geschnitten, abgeschnitten
См. также в других словарях:
ολότμητος — ὁλότμητος, ον (Α) κομμένος σε ολόκληρα μεγάλα τεμάχια («ὁλότμητα δεῑπνα», Φρύν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + τμητός (< τέμνω), πρβλ. νεό τμητος] … Dictionary of Greek
πολύτμητος — ον, Α 1. πολύ τεμαχισμένος, κατάτμητος 2. (με ενεργ. μτβ. σημ.) μτφ. (για οξύ πόνο) πολύ οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τμητός (< θ. τμη τού τέμνω*), πρβλ. νεό τμητος] … Dictionary of Greek
πρωτότμητος — ον, Α πρωτόκουρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τμητός (< θ. τμη τού τέμνω*), πρβλ. νεό τμητος] … Dictionary of Greek
φιλότμητος — ον, ΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να τέμνει 2. αυτός με τον οποίο γίνεται τμήση 3. φρ. «φιλότμητος ἠώς» το πρωί κατά το οποίο γίνεται η περιτομή (Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τμητός (< τέμνω), πρβλ. νεό τμητος] … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek