-
1 νεό-ποτος
-
2 νεόποτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόποτος
-
3 νεόποτος
См. также в других словарях:
θερείποτος — θερείποτος, ον (Α) αυτός που ποτίζεται, που βρέχεται κατά το καλοκαίρι («θερείποτοι γύαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + ποτος < πίνω, πρβλ. νεό ποτος, ολιγό ποτος] … Dictionary of Greek