-
1 νεό-πνευστος
νεό-πνευστος, neu angehaucht, begeistert, Nonn.
-
2 νεόπνευστος
A newly revived, Nonn.D.25.550.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόπνευστος
-
3 νεόπνευστος
νεό-πνευστος, neu angehaucht, begeistert
См. также в других словарях:
πυρίπνευστος — ον, ΜΑ 1. πυρίπνους* 2. αυτός που αναδίδει ατμούς ως αποτέλεσμα τής φωτιάς που καίει από κάτω ή μέσα του («πυρίπνευστοι λέβητες», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πνευστος (< πνέω), πρβλ. θεό πνευστος, νεό πνευστος] … Dictionary of Greek