-
1 νεό-πλουτος
νεό-πλουτος, neuerdings, eben erst reich geworden, dah. mit Reichthum prunkend, wie es die plötzlich reich Gewordenen thun; Dem. 17, 23; Arist. rhet. 2, 9; δεῖπνα, Plut. Luc. 40; Luc. Tim. 7 Tox. 12. – Mit komischer Uebertragung, τρύξ, Ar. Vesp. 1309.
-
2 νεόπλουτος
νεό-πλουτος, ον,A newly become rich, opp. ἀρχαιόπλουτος (q.v.): hence, vainglorious, upstart, D.17.23, cf. Arg.D.17, Arist.Rh. 1387a23;οἰκέτης ν. Luc.Hist.Conscr.20
;ἀπελεύθερος ν. Plu.2.634c
;ν. δεῖπνα Id.Luc.40
: hence, by a comic metaph., ν. τρύξ, of a low upstart, Ar.V. 1309.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόπλουτος
-
3 νεόπλουτος
νεό-πλουτος, neuerdings, eben erst reich geworden, dah. mit Reichtum prunkend, wie es die plötzlich reich Gewordenen tun -
4 νεοπλουτος
21) недавно разбогатевший(ἀπελεύθερος Plut.; οἰκέτης Luc.)
2) высокомерный, чванный(θεραπεία Plut.)
3) претенциозный, пышный(δεῖπνα Plut.)
ν. τρύξ Arph. — высоко поднявшаяся (винная) гуща, т.е. зазнавшийся выскочка
См. также в других словарях:
πολύπλουτος — ον, ΜΑ πάρα πολύ πλούσιος, ζάπλουτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλοῦτος (πρβλ. βαθύ πλουτος, νεό πλουτος)] … Dictionary of Greek
σαπρόπλουτος — ον, Α (πιθ. ως παρωδία τού ἀρχαιόπλουτος*) αυτός που απέκτησε πλούτη με ανήθικα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + πλοῦτος (πρβλ. αρχαιό πλουτος, νεό πλουτος)] … Dictionary of Greek
μετριόπλουτος — μετριόπλουτος, ον (Μ) αυτός που έχει μέτριο πλούτο, που είναι πλούσιος σε μέτριο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + πλοῦτος (πρβλ. νεό πλουτος)] … Dictionary of Greek
φιλόπλουτος — η, ο / φιλόπλουτος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσουν τα πλούτη, που επιδιώκει επίμονα να γίνει πλούσιος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοπλουτία* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπλουτον η φιλοπλουτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ … Dictionary of Greek
ψευδόπλουτος — ον, Α αυτός που παριστάνει τον πλούσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πλοῦτος, πρβλ. νεό πλουτος] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek