-
1 νεό-δμητος
νεό-δμητος, 1) ( δέμω) frisch, neu gebau't; νεόδματα στεφανώματα βωμῶν, Pind. I. 3, 80; τύμβος, Ep. ad. 705 ( App. 120). – 2) (δαμάω) eben überwältigt, getödtet, Eur. Rhes. 887, v. l. νεόκμητος, – eben, neu vermählt, κόρη, Eur. Med. 623. Vgl. das Vorige.
-
2 νεόδμητος
------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόδμητος
-
3 νεόδμητος
-
4 νεοδμητος
I2[δαμάω]1) только что убитый, свежий(νεκρός Eur.)
2) новобрачный, молодой(κόρη Eur.)
IIдор. νεόδμᾱτος 2[δέμω] недавно построенный, только что устроенный(στεφανώματα βωμῶν Pind.; τύμβος Anth.)
См. также в других словарях:
εύδμητος — εὔδμητος και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, ον (Α) αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και στερεά («εὔδμητον περὶ βωμόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθό δμητος, νεό δμητος)] … Dictionary of Greek
θειόδμητος — θειόδμητος, ον (Α) ποιητ. τ. τού θεόδμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, κτίζω», πρβλ. νεό δμητος, χρυσό δμητος] … Dictionary of Greek
υψίδμητος — ον, Α ὑψίδομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δμητος (< θ. δμη τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό δμητος (Ι)] … Dictionary of Greek
χρυσεόδμητος — και δ. γρφ. χρυσεόκμητος, ον, Α (ποιητ. τ.) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρυσεόδμητος < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό… … Dictionary of Greek