-
1 νεό-γυιος
-
2 νεόγυιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόγυιος
-
3 νεόγυιος
νεό-γυιος, mit jungen, frischen Gliedern, übh. jung -
4 νεογυιος
См. также в других словарях:
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek