-
1 νεό-βορος
νεό-βορος, neuerdings, frisch verzehrt, gefressen, νεωστὶ βεβρωμένος, Hesych.
-
2 νεόβορος
νεό-βορος, ον,A lately, newly devoured, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόβορος
-
3 νεόβορος
νεό-βορος, neuerdings, frisch verzehrt, gefressen
См. также в других словарях:
ηδύβορος — ἡδύβορος, ον (Α) γλυκός, ευχάριστος στη γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + βορος (< βορά), πρβλ. νεό βορος, πάμ βορος] … Dictionary of Greek
σκωληκόβορος — ον, Α σκουληκιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + βορος (< βορά), πρβλ. θηρό βορος, νεό βορος] … Dictionary of Greek