-
1 νεόστροφος
νεό-στροφος, neu, frisch gedreht, geflochten -
2 νευρά
νευρά, ἡ, ion. νευρή, – 1) die Sehne; bei Hom. Bogensehne, λίγξε βιός, νευρὴ δὲ μέγ' ἴαχεν, Il. 4, 125; (ὀϊστόν) ϑῆκε δ' ἐπὶ νευρῇ, 8, 324, wie ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει πικρὸν ὀϊστόν, 4, 118; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν, 8, 309; ἔλκειν νευρήν, νευρὴν ἐντανύσαι, Od. 24, 171 u. öfter; u. so ist auch Il. 8, 328 ῥῆξε δέ οἱ νευρήν = er zerriß ihm die Sehne des Bogens, nicht = νεῠρον zu nehmen; die Bogensehne war gedreht, wie die Beiwörter ἐϋστρεφής und νεόστροφος zeigen; – Pind. οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφϑόγγοιο νευρᾶς, I. 5, 32; ἐν χρείᾳ φίλης νευρᾶς, Soph. Phil. 993; τόξων χερὶ ψάλλουσι νευράς, Eur. Bacch. 783; εἷλκον τὰς νευράς, Xen. An. 4, 2, 28; τοὺς τοξότας ἐπιβεβλῆσϑαι ἐπὶ ταῖς νευραῖς, 5, 2, 12. – 2) bei Sp. auch die Darmsaite, wie νεῠρον. – Uebertr., σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτεῖναι, Luc. Nigr. 36.
-
3 νευρά
νευρά, ἡ,, (1) die Sehne; Bogensehne; ῥῆξε δέ οἱ νευρήν = er zerriß ihm die Sehne des Bogens, nicht = νεῠρον zu nehmen; die Bogensehne war gedreht, wie die Beiwörter ἐϋστρεφής und νεόστροφος zeigen. (2) auch die Darmsaite
См. также в других словарях:
νεόστροφος — νεόστροφος, ον (Α) (επικ. τ.) 1. αυτός που έχει συστραφεί πρόσφατα 2. (κατ επέκτ.) καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + στροφος (< στρέφω), πρβλ. εύ στροφος] … Dictionary of Greek
νεόστροφος — newly twisted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόστροφον — νεόστροφος newly twisted masc/fem acc sg νεόστροφος newly twisted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek