Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

νεόστροφος

См. также в других словарях:

  • νεόστροφος — νεόστροφος, ον (Α) (επικ. τ.) 1. αυτός που έχει συστραφεί πρόσφατα 2. (κατ επέκτ.) καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + στροφος (< στρέφω), πρβλ. εύ στροφος] …   Dictionary of Greek

  • νεόστροφος — newly twisted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόστροφον — νεόστροφος newly twisted masc/fem acc sg νεόστροφος newly twisted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»