-
1 новаторство
-
2 новинка
новинка ж о νεωτερισμός· η πρωτοφανής έκδοση (о книге)* * *жο νεωτερισμός; η πρωτοφανής έκδοση ( о книге) -
3 рационализатор
ο εφαρμοστής νεοτε-ρισμού/εφεύρεσηςο εφευρέτης, ο καινοτόμος-ация ο νεωτερισμός, η καινοτομία-ировать εφαρμόζω νεωτερισμό/εφεύρεση, καινοτομώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рационализатор
-
4 новизна
новизнаж τό νέο, τό καινούργιο, ὁ νεωτερισμός. -
5 новинка
нов||и́нкаж ὁ νεωτερισμός (κάθε και· νοῦργιο πράγμα):книжные \новинкаинки τά νέα βιβλία, οἱ νέες ἐκδόσεις. -
6 нововведение
нововведениес ὁ νεωτερισμός, ἡ καινοτομία. -
7 новость
новост||ьж1. τό νέον, τό καινούργιο, ὁ νεωτερισμός:\новостьи науки τά νέα τῆς ἐπιστήμης· это не \новость, что... δέν εἶναι τίποτε τό καινούργιο·2. (известие) ἡ είδησις, τά νέα, τό μαντάτο:какие \новостьи? τί νέα;, τι μαντάτα;, τί νεώτερα;· приятные \новостьи τά καλά μαντάτα, τά εὐχάριστα νέα· плохие \новостьи τά δυσάρεστα νέα· ◊ вот еще \новостьи! разг ἀλλο πάλι τοῦτο! -
8 новшество
новшествос ὁ νεωτερισμός, ἡ καινοτομία. -
9 новаторство
[ναβάταρστβα] ουσ. ο. νεωτερισμός -
10 нововведение
[ναβαββιντιένιιε] ουσ. ο. νεωτερισμός, καινοτομία -
11 новаторство
[ναβάταρστβα] ουσ ο νεωτερισμός -
12 нововведение
[ναβαββιντιένιιε] ουσ ο νεωτερισμός, καινοτομία -
13 модерн
-а α. (αρχτ.) νεωτερισμός, μοντέρνο στυλ. -
14 модернизм
-а α.νεωτερισμός, μοντερνισμός. -
15 новаторство
-а ουδ.καινοτομία• νεωτερισμός•новаторство в технике καινοτομία στην τέχνη.
-
16 новизна
-ы θ.νεωτερισμός, μοντερνισμός• το νέο (γεγονός, είδηση κ.τ.τ.)• -ы τα νέα (οι ειδήσεις). -
17 нововведение
-я ουδ.νεωτερισμός καινοτομία. -
18 новшество
-а ουδ.νεωτερισμός καινοτομία.
См. также в других словарях:
νεωτερισμός — attempt to change masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωτερισμός — ο (Α νεωτερισμός) [νεωτερίζω] 1. (γενικά) ενέργεια που γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί μεταβολή, πρωτοτυπία καινοτομία νεοελλ. 1. μεταβολή στη σκέψη, στις αντιλήψεις ή στον τρόπο ζωής, υιοθέτηση νέων ιδεών ή συστημάτων 2. μόδα, συρμός 3. (στο… … Dictionary of Greek
νεωτερισμός — ο 1. αποδοχή νέων ιδεών, νέων συστημάτων. 2. μόδα: Έχει κατάστημα νεωτερισμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεωτερισμοῖς — νεωτερισμός attempt to change masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωτερισμοῦ — νεωτερισμός attempt to change masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωτερισμούς — νεωτερισμός attempt to change masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωτερισμῶν — νεωτερισμός attempt to change masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωτερισμῷ — νεωτερισμός attempt to change masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωτερισμόν — νεωτερισμός attempt to change masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek