-
1 νέωρος
-
2 νεωρός
νεωρόςsuperintendent of a dockyard: masc nom sg -
3 νέωρος
νέωροςmasc /fem nom sg -
4 νέωρος
-
5 νεωρός
A superintendent of a dockyard, Hsch.: pl., IG12.74.11. -
6 νεωρός
νε-ωρός, ὁ, Aufseher der Schiffe, Schiffswerfte -
7 νέωρον
νέωροςmasc /fem acc sgνέωροςneut nom /voc /acc sg -
8 νεωριο-φύλαξ
νεωριο-φύλαξ, ακος, ὁ, Wächter, Aufseher über das νεώριον, bei Hesych. Erkl. von νεωρός.
-
9 νε-ωρέω
-
10 νεώριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεώριον
-
11 νεωριοφύλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεωριοφύλαξ
-
12 νεωρέω
-
13 νεώρια
Grammatical information: n. pl.Meaning: `dockyard, ship-arsenal' (Att.), Dor. ναώριον (Corc.; IIa); dimin. νεωρίδιον (Delos; IIa); νεω ρός νεωριοφύλαξ H., - οί pl. = ἐπιμεληταὶ τῶν νεωρίων (IG 12, 74, 11; Va).Other forms: Also sg. - ιονOrigin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: From *νη(Ϝο)-Ϝόρ-ια prop. "place, where one inspects ships", compound of ναῦς and ὁράω with ιο-suffix. The more rare νεωρός (like θυρωρός etc.; cf. Leumann Hom. Wörter 223 n. 20) can be a backformation from this.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νεώρια
См. также в других словарях:
νέωρος — νέωρος, ον (Α) νεώρης*, νέος, πρόσφατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. τού νεώρης*, κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
νεωρός — νεωρός, ὁ (Α) επιστάτης, φύλακας τού νεωρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νη(F)ωρος (< *νᾱFωρος) < ναῦς, νᾶός / νηός «πλοίο» + (F)ωρός (τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ὁρῶ* ως β συνθετικό), πρβλ. θυρ ωρός, πυλ ωρός] … Dictionary of Greek
νεωρός — superintendent of a dockyard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέωρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέωρον — νέωρος masc/fem acc sg νέωρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωρώ — νεωρῶ, έω (ΑΜ) [νεωρός] είμαι νεωρός, φύλακας νεωρίου … Dictionary of Greek
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
νεωριοφύλαξ — νεωριοφύλαξ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) νεωρός, φύλακας νεωρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεώριον + φύλαξ] … Dictionary of Greek
νεώριο — το (Α νεώριον και δωρ. τ. ναώριον) [νεωρός] νεοελλ. χώρος ναυστάθμου για επισκευές πλοίων αρχ. χώρος σε λιμάνι στον οποίο ανελκύονταν τα πολεμικά πλοία για επισκευή, συντήρηση και φύλαξη μέσα σε ειδικά οικήματα, τους νεωσοίκους … Dictionary of Greek