Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

νεφέλιον

См. также в других словарях:

  • νεφέλιον — nebula neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελίοις — νεφέλιον nebula neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελίου — νεφέλιον nebula neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελίων — νεφέλιον nebula neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελίῳ — νεφέλιον nebula neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφέλια — νεφέλιον nebula neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Туманности — Так называются видимые в достаточно сильные трубы в различных местностях небесного свода бесформенные скопления светящейся материи, похожие на легкие облачка или хлопья фосфоресцирующего тумана. Т. на первый взгляд легко смешать со слабыми… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλιο(ν) — το (Α νεφέλιον) υποκορ. 1. μικρό σύννεφο, συννεφάκι 2. αιωρούμενο ίζημα τών ούρων 3. ιατρ. ελαφρά θολερότητα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού που οφείλεται σε λεπτή ουλή νεοελλ. 1. χημικό στοιχείο, ανύπαρκτο στη Γη, τού οποίου η ύπαρξη στο διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • νεφελίς — η (Α νεφελίς) νεοελλ. ζωολ. γένος δακτυλιοσκωλήκων αρχ. νεφέλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + επίθημα ίς. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. στη ζωολ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. nephelis] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»