-
1 νευρίται
-
2 νευρῖται
См. также в других словарях:
νευρῖται — νευρίτης sinew like masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 νευρίται
2 νευρῖται
νευρῖται — νευρίτης sinew like masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)