-
21 νευρή
-
22 νευρῇ
-
23 νευρήι
-
24 νευρῆι
-
25 νευρής
-
26 νευρῆς
-
27 νευρήφι
-
28 νευρῆφι
-
29 νευραίς
-
30 νευραῖς
-
31 νευρών
νευράstring: fem gen plνευρήfem gen plνευρόωstrain the sinews: pres part act masc voc sg (doric aeolic)νευρόωstrain the sinews: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)νευρόωstrain the sinews: pres part act masc nom sgνευρόωstrain the sinews: pres inf act (doric) -
32 νευρῶν
νευράstring: fem gen plνευρήfem gen plνευρόωstrain the sinews: pres part act masc voc sg (doric aeolic)νευρόωstrain the sinews: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)νευρόωstrain the sinews: pres part act masc nom sgνευρόωstrain the sinews: pres inf act (doric) -
33 νεύρ'
-
34 νεῦρ'
-
35 βαρύφθογγος
βᾰρῠ-φθογγος, ον,A loud-roaring, , B.8.9; deep-lowing, of cows, Arist.GA 787a33; β. νευρά loud-twanging bowstring, Pi.I.6(5).34; deep-toned,αὐλοί AP6.51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύφθογγος
-
36 γλυφίς
γλυφ-ίς, ίδος, ἡ, in early writers always pl. γλυφίδες (but sg., opp. ἀκίς, of the constellation Sagitta, Hipparch.2.5.12),A notched end of the arrow,ἕλκε δ' ὁμοῦ γλυφίδας τε λαβὼν καὶ νεῦρα Il. 4.122
;ἕλκεν νευρὴν γλυφίδας τε Od.21.419
;γλυφίδες μέσσῃ ἐγκάτθετο νευρῇ A.R.3.282
; but perh. of notches or grooves for the fingers,παρὰ τὰς γλυφίδας περιειλίξαντες καὶ πτερώδαντες τὸ βυβλίον Hdt.8.128
, cf. Aen.Tact.31.26; τόξων πτερωταὶ γλυφίδες, poet. for the arrow itself, E.Or. 274, cf. AP5.57 (Arch., sg.): also in pl., notches in the arrow-head, Paul.Aeg.6.88.II pen-knife, AP6.62 (Phil.), 64 (Paul. Sil., pl.).III in Architecture, capitals of columns,θριγκὸς.. λαΐνεος χαλκέῃσιν ἐπὶ γλυφίδεσσιν ἀρήρει A.R.3.218
, cf. Sch. adloc., EM235.13.IV in pl., = θαλάμαι, Hsch. -
37 διακείρω
A cut through,τένοντας A.R.1.430
;νεῦρα D.H.14.10
: metaph., μή τις.. πειράτω διακέρσαι ἐμὸν ἔπος make it null, frustrate it, Il.8.8:—[voice] Pass., σκευάρια διακεκαρμένος shorn of his trappings, Ar.V. 1313.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακείρω
-
38 διασχίζω
A cleave asunder, sever,ἱστία δέ σφιν.. διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Od.9.71
;ἐάν τις ἓν δ. Pl.Phd. 97a
, etc.:—[voice] Pass., to be cloven asunder,νεῦρα διεσχίσθη Il.16.316
; opp. συγκρίνεσθαι, Pl.Lg. 893e;θοἰμάτιον δ. Id.Grg. 469d
; of soldiers, to be separated, parted, X.Cyr.4.5.13; to be set at variance, : impers., τούτοις διέσχισται they have a cleft, Arist.Resp. 475a2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασχίζω
-
39 καθάπτω
A fasten or fix on, put upon,καθῆψεν ὤμοις.. ἀμφίβληστρον S.Tr. 1051
; ;τι ἐπί τι X.Cyn. 6.9
;τι εἴς τι Plb.8.6.3
;τι ἔκ τινος Plu.2.647e
; ἄγκυραν καθάψας having made it fast, Philem.213.10;τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῦρα Arist. Spir. 483b31
:—[voice] Med.,κισσὸν ἐπὶ κρατὶ καθάπτεσθαι Theoc.Ep.3.4
:— [voice] Pass.,βρόχῳ καθημμένος S.Ant. 1222
, cf. Theoc.Adon.11.2 equip by fastening or hanging on, in [voice] Med.,σκευῇ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι E.Rh. 202
, cf. AP9.19 (Arch.):—[voice] Pass., νεβρίνῃ καθημμένος δορᾷ with a fawn-skin slung round him, S.Ichn.219;καθημμένοι νεβρίδας Str.15.1.71
.3 intr., attach itself, εἴς τι, πρός τι, Arist.HA 514b30, 515a3; later = 11.5, fasten upon,τῆς χειρός τινος Act.Ap.28.3
, cf. Poll.1.164.II used by Hom. only in [voice] Med., καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσσι, in good or bad sense, as, σὺ τόν γ' ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι do thou accost him.., Il.1.582; μαλακοῖσι καθαπτόμενοςἐπέεσσιν Od.10.70
; μειλιχίοις ἐπέεσσι κ. 24.393; but also ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος assailing.., 18.415, 20.323;χαλεποῖσι κ. ἐπέεσσι Hes.Op. 332
: without a qualifying Adj., accost, assail,ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον Ἄρηα Il.15.127
, cf. Od.2.240; withoutἐπέεσσι, γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν 2.39
, cf. 20.22, Il.16.421.3 in military sense, attack,καθαψάμενοι τῆς οὐραγίας Plb.1.19.14
.5 lay hold of,τυραννίδος Sol.32.3
;βρέφεος χείρεσσι Theoc.17.65
; τῆς θαλάσσης take to the sea, Philostr.VA3.23: [voice] Act.,καθάπτων τοῦ τραχήλου Arr.Epict.3.20.10
(cf. 1.3).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάπτω
-
40 κατασκήπτω
A rush down or fall upon, Arist.Mu. 395a25, D.S.16.80, etc.; of the rainbow, Arist.HA 553b30; of divine visitations, ; ἐς ἀλλέλους ib. 137; ἤν κατασκήψῃ ἐς τὴν Πελοπόννησον, of an omen, Id.8.65; ὀργαὶ κ. ἐς τὸ σὸν δέμας E.l.c.; τίς κατέσκηψεν τύχη; A.Supp. 327;ἐς Οἰδίπου παῖδε Ἄρης κ. Ar.Fr. 558
; of Nemesis, D.H.3.23; esp. of sickness, attack, [ἡ νόσος] κατέσκηπτε ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας Th.2.49
, cf. Hp.Epid.3.8;εἰς γυναῖκας D.H.9.40
;ῥεῦμα κ. τινὶ ἐς τὰ νεῦρα Paus.6.3.10
, cf. Gal.1.286;ἡ ξανθὴ [χολὴ] ὀδόντι Alex.Aphr.Pr.1.40
, etc.2 c.acc., fall upon, τινα dub.l. in E.Med.94 (fort. τινι):—[voice] Pass., κατασκηφθέντα χωρία struck by lightning, Hsch.s.v. ἐνηλύσια.II causal,εἰς ὅ τι -σκήψει τέλος ὁ δαίμων νέμεσιν Plu.Aem.27
.IV abs., break out, go forth, of a report, App.BC3.25; κ. εἰς τέλος come to an issue, of a war, D.H. 3.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκήπτω
См. также в других словарях:
νευρά — νευρά̱ , νευρά string fem nom/voc/acc dual νευρά̱ , νευρά string fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νευράς fem voc sg νευρά̱ , νευρή fem nom/voc/acc dual νευρά̱ , νευρή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρᾷ — νευρά string fem dat sg (attic doric aeolic) νευρή fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρά — Οι νευρικές δέσμες. Βλ. λ. νευρικό σύστημα. * * * η (Α νευρά, ιων. τ. νευρή, ποιητ. τ. νευρειή) χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου κατασκευασμένη από νεύρο ή από έντερο («οἱ μὲν αὐτῶν σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτείνοντες», Λουκιαν.) αρχ. λυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
νεύρα — Οι νευρικές δέσμες. Βλ. λ. νευρικό σύστημα. * * * νεύρα, ἡ (Μ) 1. νεύρο 2. μυώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού νεῦρον (τὸ) με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
νευρά — η χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου από νεύρα ή έντερα ζώου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεῦρα — νεῦρον sinew neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγειοκινητικά νεύρα — Νεύρα του συμπαθητικού και παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος τα οποία βρίσκονται στα τοιχώματα των αγγείων και προκαλούν τη συστολή ή τη διαστολή τους (αγγειοσυσταλτικά αγγειοδιασταλτικά). Έχουν τα κέντρα τους στον εγκέφαλο, τον προμήκη και… … Dictionary of Greek
κρανιακά νεύρα — Ονομασία 12 ζευγών νεύρων που ξεκινούν από την πρόσθια επιφάνεια του στελέχους του εγκεφάλου και, μέσα από ειδικές οπές του κρανίου, φτάνουν μέχρι τα όργανα και τους ιστούς της κεφαλής και του τραχήλου και τα νευρώνουν. Από αυτά μόνο ένα, το… … Dictionary of Greek
Τὰ νεῦρα του πολέμου. — См. Кто силен да богат, тому хорошо воевать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
νευρᾶι — νευρᾷ , νευρά string fem dat sg (attic doric aeolic) νευρᾷ , νευρή fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευράν — νευρά̱ν , νευρά string fem acc sg (attic doric aeolic) νευρά̱ν , νευρή fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)