-
1 γλύφανος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλύφανος
-
2 γλυφεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυφεύς
-
3 γλυφευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυφευτής
-
4 γλυφεῖον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυφεῖον
-
5 γλυφή
-
6 γλυφικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυφικός
-
7 γλυφίς
γλυφ-ίς, ίδος, ἡ, in early writers always pl. γλυφίδες (but sg., opp. ἀκίς, of the constellation Sagitta, Hipparch.2.5.12),A notched end of the arrow,ἕλκε δ' ὁμοῦ γλυφίδας τε λαβὼν καὶ νεῦρα Il. 4.122
;ἕλκεν νευρὴν γλυφίδας τε Od.21.419
;γλυφίδες μέσσῃ ἐγκάτθετο νευρῇ A.R.3.282
; but perh. of notches or grooves for the fingers,παρὰ τὰς γλυφίδας περιειλίξαντες καὶ πτερώδαντες τὸ βυβλίον Hdt.8.128
, cf. Aen.Tact.31.26; τόξων πτερωταὶ γλυφίδες, poet. for the arrow itself, E.Or. 274, cf. AP5.57 (Arch., sg.): also in pl., notches in the arrow-head, Paul.Aeg.6.88.II pen-knife, AP6.62 (Phil.), 64 (Paul. Sil., pl.).III in Architecture, capitals of columns,θριγκὸς.. λαΐνεος χαλκέῃσιν ἐπὶ γλυφίδεσσιν ἀρήρει A.R.3.218
, cf. Sch. adloc., EM235.13.IV in pl., = θαλάμαι, Hsch.
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek