-
1 νευρόσπασμα
A = νευρόσπαστον, in pl., EM454.17, Phot. s.v. θραύματα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νευρόσπασμα
-
2 νευροσπάσματα
νευρόσπασμαneut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
νευρόσπασμα — το (ΑΜ νευρόσπασμα) αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο νεοελλ. 1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως 2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ.… … Dictionary of Greek
νευροσπάσματα — νευρόσπασμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Neurospasma — oder Neurospaston (Pl.: Neurospasmata, Neurospasta oder Neurospasten) bezeichnet eine durch Sehnen oder Fäden bewegte Gliederpuppe bzw. Marionette speziell im Zeitalter der griechisch römischen Antike. Man kannte sie aber auch bereits im Alten… … Deutsch Wikipedia
νευρόσπαστος — η, ο (Α νευρόσπαστος, ον) το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν) ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. (μτφ). άνθρωπος που δεν… … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek