Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νευροειδής

См. также в других словарях:

  • νευροειδής — ές (Α νευροειδής, ές) αυτός που έχει μορφή νεύρου, που μοιάζει με νεύρο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo νευροειδές το φυτό λειμώνιο …   Dictionary of Greek

  • νευροειδῆ — νευροειδής like sinews neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νευροειδής like sinews masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νευροειδής like sinews masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευροειδές — νευροειδής like sinews masc/fem voc sg νευροειδής like sinews neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευροειδῶν — νευροειδής like sinews masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»