-
1 σταμῖνες
Grammatical information: m. pl.Meaning: `the standing up side-beams of a ship' (Poll. 1, 92, H., EM), acc. - ῖνας (Moschio ap. Ath.).Other forms: Dat. -ῐ́ νεσσι (ε 252, Nonn. D. 40, 446).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: As "stander" to ἵσταμαι with formation like ἑρμῑν-, ῥηγμῑν-, ὑσμῑν- and like these an ῑν-derivation from an μ- or μ(ε)ν-stem, which is also seen in στάμνος (s. v.). The short ῐ in σταμῐ́νεσσι may be due to the metre; s. Debrunner REIE 1, 1ff. (diff. Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 40f.). Uncertain. If the root was σταμ-, the word may well be PG [Pre-Greek].Page in Frisk: 2,776Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σταμῖνες
-
2 Τιτάνεσσι
Τῑτά̱νεσσι, Τιτάνthe Titans: masc dat pl (epic aeolic) -
3 ακτίνεσσ'
-
4 ἀκτίνεσσ'
-
5 ακτίνεσσι
-
6 ἀκτίνεσσι
-
7 γλήνεσσι
γλή̱νεσσι, γλῆνοςgaudy things: neut dat pl (epic) -
8 κτήνεσσι
κτή̱νεσσι, κτῆνοςflocks and herds: neut dat pl (epic) -
9 ρίνεσσι
-
10 ῥίνεσσι
-
11 σμάνεσσι
σμά̱νεσσι, σμῆνοςbeehive: neut dat pl (epic doric) -
12 σμήνεσσι
σμή̱νεσσι, σμῆνοςbeehive: neut dat pl (epic) -
13 ωδίνεσσ'
-
14 ὠδίνεσσ'
-
15 ωδίνεσσι
-
16 ὠδίνεσσι
-
17 ναῦς
1 shipοὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτἐν ναυσὶ κοίλαις O. 6.10
ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι O. 6.101
τῷ μὲν ὁ χρυσοκόμας ναῶν πλόον εἶπε O. 7.32
θᾶσσον καὶναὸς ὑποπτέρου O. 9.24
τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες O. 12.4
Μήδειαν ναὶ σώτειραν Ἀργοῖ O. 13.54
ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν P. 1.74
καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον P. 3.68
“ ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναὶ κριμνάντων” P. 4.25 “ νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” P. 4.56 “ καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με τεύχειν ναὶ πομπάν” P. 4.164ναὸς Ἀργοῦς P. 4.185
δεσπόταν λίσσοντο ναῶν Poseidon P. 4.207 “ βασιλεὺς ὅστις ἄρχει ναός” Jason, master of the Argo P. 4.230πεντηκόντερον ναῦν P. 4.245
( ἄνδρες),τοὺς Ἀριστοτέλης ἄγαγε ναυσὶ θοαῖς P. 5.87
ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν P. 10.29
τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55
θοαῖς ἂν ναυσὶ N. 7.29
παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34
καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται I. 5.5
ἆγε ἐν ναυσὶν Ἀλκμήνας τέκος I. 6.30
] χαν νᾶα κύματος ακ[ fr. 1a. 4. ] ναὶ μολόντας[ fr. 140a. 52 (26). τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 5. παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234. met., of the ship of song,ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός N. 4.70
-
18 ὥτε
1 just as introducing similes ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (Boeckh: ὥστε codd.) O. 10.86 ὥτε φοινικανθέμου ἦρος ἀκμᾷ (Bergk: ὥστε unus cod. om. rell.) P. 4.64 ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον ( ὥστε v. l.) P. 10.54 ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς (ᾧτ, ὥτ codd.: ὧτ Tricl.: ]ωσταπο[ Π.) N. 6.28 ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (Schr.: ὧτε codd.) N. 7.62 ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (Boeckh: ὡσείτε codd.: ὥστε Tricl.) N. 7.71 ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμέ- νεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὥσθ, ὧθ codd.) N. 7.93 ἐναργέα τ' ἔμ ὥτε μάντιν οὐ λανθάνει (van Groningen: νεμέω, νέμεα, τεμεῷ τε codd. Dion. Hal.) fr. 75. 13. νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (ἅτε, ὧτε codd.) I. 4.18
См. также в других словарях:
γλήνεσσι — γλή̱νεσσι , γλῆνος gaudy things neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήνεσσι — κτή̱νεσσι , κτῆνος flocks and herds neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμάνεσσι — σμά̱νεσσι , σμῆνος beehive neut dat pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμήνεσσι — σμή̱νεσσι , σμῆνος beehive neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτάνεσσι — Τῑτά̱νεσσι , Τιτάν the Titans masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτίνεσσ' — ἀκτί̱νεσσι , ἀκτίς ray fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτίνεσσι — ἀκτί̱νεσσι , ἀκτίς ray fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠδίνεσσ' — ὠδί̱νεσσι , ὠδίς pangs fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠδίνεσσι — ὠδί̱νεσσι , ὠδίς pangs fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίνεσσι — ῥί̱νεσσι , ῥίς nose fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)