-
1 νεο-τελής
-
2 ἡμι-νεο-τελής
ἡμι-νεο-τελής, ές, Hermias Erkl. von νεοτελής.
-
3 νεοτελής
νεο-τελής, ές,A newly initiated, Pl.Phdr. 250e (glossedνεωστὶ τετελεσμένος Tim.Lex.
,ν. τετελειωμένος Phot.
, Suid.), Luc.DMeretr.11.2;ψυχή Him.Or.14.12
;ἦθος Id.Ed.10.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοτελής
-
4 νεοτελής
-
5 νεοτελης
См. также в других словарях:
ισοτελής — ές (Α ἰσοτελής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που καταβάλλει τα ίδια τέλη με άλλον, αυτός που φορολογείται εξίσου 2. αυτός για τον οποίο καταβάλλεται το ίδιο τέλος («ισοτελή εμπορεύματα») αρχ. 1. μέτοικος στον οποίο έχουν παραχωρηθεί πλήρη αστικά… … Dictionary of Greek
ολβιοτελής — ὀλβιοτελής, ές (Α) αυτός που αρμόζει σε ευδαίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + τελής (< τέλος), πρβλ. νεο τελής] … Dictionary of Greek
ολοτελής — ές (ΑΜ ὁλοτελής, ές) πλήρης, τέλειος, εντελής. επίρρ... ολοτελώς (ΑΜ ὁλοτελῶς) καθ ολοκληρίαν, εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + τελής (< τέλος), πρβλ. νεο τελής] … Dictionary of Greek