См. также в других словарях:
ξενοπαγής — ξενοπαγής, ές (Α) αυτός που έχει συντεθεί από ξένες ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ πάγ ην), πρβλ: νεο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek
ξενοπαγής — ξενοπαγής, ές (Α) αυτός που έχει συντεθεί από ξένες ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ πάγ ην), πρβλ: νεο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek