См. также в других словарях:
συμμηνία — ἡ, Α η περίοδος κατά την οποία δεν φαίνεται η Σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μηνία (< μήνη «σελήνη»), πρβλ. νεο μηνία] … Dictionary of Greek
συμμηνία — ἡ, Α η περίοδος κατά την οποία δεν φαίνεται η Σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μηνία (< μήνη «σελήνη»), πρβλ. νεο μηνία] … Dictionary of Greek