-
1 νεοκέντητος
νεο-κέντητος, ον,A newly planted, of vines, Hero *Geom.23.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοκέντητος
См. также в других словарях:
πολυκέντητος — η, ο / πολυκέντητος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά κεντήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κεντητός (< κεντῶ), πρβλ. νεο κέντητος] … Dictionary of Greek