Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νεο-γνός

См. также в других словарях:

  • ομοκλή — ὁμοκλή και ιων. τ. ὀμοκλή, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. βοή πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα 2. κραυγή επίπληξης ή απειλής 3. επίπληξη, απειλή («χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί», Ομ. Οδ.) 4. (σχετικά με άλογα) δυνατή φωνή παρότρυνσης, ενθάρρυνσης 5. (για ήχο… …   Dictionary of Greek

  • ĝen-1, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- —     ĝen 1, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō     English meaning: to bear     Deutsche Übersetzung: “erzeugen”     Material: thematic present O.Ind. jánati “erzeugt, gebiert”, aLat. genō, Gk. γενέσθαι (ἐγένοντο = O.Ind. ajananta), compare O.Ir. genathar Konj …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»